Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Η τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε (L'ultima notte di Amore / Last Night of Amore) - Review / Κριτική

Η τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε
του Andrea Di Stefano. Με τους Pierfrancesco Favino, Linda Caridi, Antonio Gerardi, Francesco di Leva, Fabrizio Rocchi.


Αυτή η νύχτα μένει!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

That’s… Amore!

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στη Ρώμη στις 15 Δεκεμβρίου του 1972, Ιταλός σκηνοθέτης. Παραδόξως, είναι η πρώτη που γυρίζει στην πατρίδα του και στα ιταλικά. Οι προηγούμενες δύο ταινίες του είναι οι εξής: «Χαμένος παράδεισος» (Escobar: Paradise Lost, 2014) και «3 δευτερόλεπτα» (The Informer, 2019). Και οι τρεις του ταινίες λοιπόν πήραν κινηματογραφική διανομή στην Ελλάδα. Έχει να επιδείξει και καριέρα ηθοποιού πίσω του, καθώς έχει εμφανιστεί με μικρούς ρόλους σε ταινίες όπως τα «Εννέα» (2009), «Eat, Pray, Love» (2010) και «Η ζωή του Πι» (2012).

Η τελευταία του ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Βερολίνου (2023), όπου συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού (Gala Screening). Συμμετείχε επίσης στο φεστιβάλ Tribeca και διαθέτει κινηματογραφική διανομή στις ΗΠΑ από την Universal. Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα στην οποία προβάλλεται εμπορικά η ταινία, μετά την Ιταλία και τη Γαλλία.

Η υπόθεση: Ο Φράνκο Αμόρε είναι ένας έντιμος αστυνομικός, που ζει κι εργάζεται στο Μιλάνο. Μετά από 35 χρόνια διακεκριμένης υπηρεσίας στην Αστυνομία είναι έτοιμος να βγει στη σύνταξη. Στη μακρόχρονη καριέρα του, όπως γράφει και στον αποχαιρετιστήριο λόγο που ετοιμάζει, έκανε ό,τι μπορούσε για να φέρεται με τιμιότητα και ψυχραιμία – δεν έχει, μάλιστα, πυροβολήσει ποτέ. Η τελευταία βραδινή του βάρδια, όμως, θα είναι ιδιαίτερη. 

Θα είναι η μεγαλύτερη και πιο δύσκολη νύχτα της ζωής του, καθώς θα κληθεί να ερευνήσει μια υπόθεση που θα βάλει όλα όσα έχουν σημασία γι' εκείνον σε κίνδυνο: τον ρόλο του ως ευσυνείδητου υπαλλήλου του κράτους, την άνευ όρων αγάπη του για τη σύζυγό του, Βιβιάνα, τη φιλία του με τον συνεργάτη του, Ντίνο, και την ίδια του τη ζωή. Τη συγκεκριμένη νύχτα στο Μιλάνο τα πράγματα θα ξεφύγουν εντελώς από κάθε έλεγχο και ολόκληρος ο κόσμος του θα ανατραπεί. Το θέμα είναι: θα καταφέρει να τη βγάλει καθαρή έως ότου ξημερώσει η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του;

Η άποψή μας: Το φαντάζομαι ήδη το χολιγουντιανό ριμέικ τούτης της ταινίας: σκηνοθέτης ο Michael Mann, πρωταγωνιστής ο Hugh Jackman, ο Jeffrey Dean Morgan ή ο Gerard Butler και στο ρόλο της νεαρής συζύγου κάποια από τις Dakota Johnson, Blake Lively ή Florence Pugh. Ένα ψιλορετουσάρισμα του σεναρίου για να αποφευχθούν κάποιες μικρές τρύπες του (νερά ωσάν ποτάμι πάνω από τη γέφυρα όπου πετιούνται τα διαμάντια; κάμερες ασφαλείας στο τούνελ; κανένα αυτοκίνητο δεν σταματάει ενώ λαμβάνουν χώρα τα πάντα όλα κατά τη διάρκεια του ξεκαθαρίσματος; ), να «κοπούν» κάποια πρόσωπα από την πλοκή (πχ η κόρη του Φράνκο από τον προηγούμενο γάμο του, που δεν προσφέρει το κάτι παραπάνω) και να δοθεί λίγος επιπλέον φιλμικός χρόνος για άλλα πρόσωπα (όπως ο πιτσιρίκος γιος του συναδέλφου του Φράνκο) και θα μιλάμε για το απόλυτο αριστούργημα. 

Ο Λατσιάλι σκηνοθέτης πάντως, μια χαρά ξηγήθηκε. Έφτιαξε μια ταινία βασισμένη σε ένα σωρό κλισέ κατορθώνοντας όμως εντέλει να δημιουργήσει κάτι αυθύπαρκτα δικό του, που και τρομερό ενδιαφέρον έχει για τον θεατή και τον κρατάει με το σασπένς του με το βλέμμα μονίμως κολλημένο στη μεγάλη οθόνη κι ουχί στου ρολογιού τους δείκτες και τον κάνει κοινωνό και αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα από αυτά που χωρίζουν τις καλές ταινίες από τις σπουδαίες. Η ταινία σε κερδίζει «άμα τη εμφανίσει»: η εντυπωσιακή πρώτη σκηνή θυμίζει την αντίστοιχη αρχική στη «Λάμψη» του Kubrick (εντάξει, 43 χρόνια πριν, Εκείνη η σκηνή ήταν αριστούργημα, με βάση την τεχνολογική ένδεια σε σχέση με την πληθώρα λύσεων στο σήμερα). Η μέρα βέβαια δίνει τη θέση της στη νύχτα και ο Kubrick είχε χρησιμοποιήσει... ελικόπτερα για την αρχική σκηνή – Το Βλέμμα του Θεού – ενώ τώρα, ένα απλό drone κατόρθωσε να παράξει καθαρή μαγεία. 

Πλάνα από ψηλά, λοιπόν, νύχτα, σε μια μεγαλούπολη, που είναι το Μιλάνο, πάνω από δρόμους και συνοικίες, έως ότου η κάμερα εστιάσει εκεί που ήθελε εξαρχής ο σκηνοθέτης: στο σπίτι δηλαδή του Φράνκο Αμόρε, εκεί όπου η αγαπημένη του Βιβιάνα, του ετοιμάζει πάρτι – έκπληξη για τη συνταξιοδότησή του. Δεν την παρατάμε, όμως, ακόμα την εναρκτήρια σκηνή: τόσο η καταπληκτική μουσική του Santi Pulvirenti (που, ναι, θα μπορούσε να τη γράψει τόσο ο Ennio Morricone όσο και οι... Goblin) όσο και η επιλεγμένη γραμματοσειρά, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα γράμματα, προσωπικά με παρέπεμψαν σε... γουέστερν – κι όχι όποιο κι όποιο, αλλά... σπαγγέτι! 

Ότι ακολουθεί, λαμβάνει χώρα μέσα σε μια νύχτα (εκτός από μερικά απαραίτητα φλάσμπακ, ιδίως εκείνα που αφορούν την απαρχή των γεγονότων, δέκα μέρες πριν). Η ατμόσφαιρα ταιριάζει με τη νύχτα του φόντου: υπάρχουν οι εντελώς καλοδεχούμενοι νουάρ τόνοι, που προσδίδουν στα γεγονότα μια νότα ντετερμινισμού και ματαίου. Άραγε, θα τα καταφέρει ο Φράνκο; Θα τα καταφέρει η Βιβιάνα; Θα τα καταφέρει η Αγάπη εντέλει; Γιατί πέρα από το αστυνομικό του πράγματος, που είναι απολύτως ικανοποιητικό, ο σκηνοθέτης μιλάει ελεγειακά και για την Αγάπη. Διότι Αμόρε = Αγάπη. Τον Φράνκο θα μπορούσαν να τον λένε Μαλντίνι, Μεάτσα, Μπρόκι, Μαλντέρα, Μπέργκομι, Φεράρα, να έχει ένα επίθετο χωρίς σημασία. Τον λένε όμως Αμόρε. Και είναι πολλοί εκείνοι που θέλουν να σκοτώσουν την Αγάπη... 

Ο Andrea Di Stefano χτίζει μεθοδικά την ταινία του: ξέρει πού να επιταχύνει, πού να κρατήσει τα μπόσικα. Δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει με φτηνά κόλπα και φανφάρες. Πέρα από την εναρκτήρια σκηνή με την οποία «λοκάρει» το βλέμμα του θεατή, συνεχίζει εντελώς γήινα και με ουσία στο παρασύνθημα. Και με το να μας «παίζει» τα γεγονότα που έχουν σημασία δύο φορές, αφήνοντας τη δεύτερη φορά να φωτιστούν κάποια πράγματα και να αποκτήσει έτσι ο θεατής την πλήρη εικόνα, σε αιφνιδιάζει και σε ενθουσιάζει ταυτόχρονα. Υπάρχουν σκηνές που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα με το πόσο καλοστημένες είναι, όπως εκείνη στο τούνελ, που οδηγεί στο μακελειό, και υπάρχουν κι άλλες, που αφήνουν βαθύ συναισθηματικό αποτύπωμα. Κι εδώ έχει μεγάλη σημασία ποιος είναι ο πρωταγωνιστής. 

Ο Pierfrancesco Favino είναι άριστη επιλογή στο ρόλο του Φράνκο, γιατί τον ζωντανεύει ως τρισδιάστατο χαρακτήρα κι όχι ως σεναριακό κατασκεύασμα. Το «σπάσιμό» του πχ στη διάρκεια του πάρτι σου προκαλεί άπειρα συναισθήματα. Κι όταν βλέπεις το υγρό του βλέμμα και καταλαβαίνεις γιατί «σπάει» προσπαθώντας παράλληλα να μην προδοθεί, δεν μπορείς παρά να συγκινηθείς βαθιά. Δίνει την απαραίτητη ανθρώπινη διάσταση στον χαρακτήρα του Φράνκο. Και φτιάχνει υπέροχο δίδυμο με την Linda Caridi, την Βιβιάνα της ταινίας. Της γυναίκας που ουσιαστικά ευθύνεται για την μη προαγωγή του Φράνκο σε ανώτερα αξιώματα, καθώς η οικογένειά της είναι μπλεγμένη με το οργανωμένο έγκλημα. Της γυναίκας, που με αυτόν τον τρόπο, δίνει μια ακόμα ενδιαφέρουσα δυναμική στο όλον. 

Κι αν δεν σας συγκινήσει ο έρωτας σε φυγή, δεν μπορεί να μείνετε ασυγκίνητοι στο εξαιρετικό φινάλε. Ο αποχαιρετισμός, ένας άλλος λόγος κι όχι ο προετοιμασμένος, οι σειρήνες, το ξημέρωμα, το φως που έφτασε αλλά και η Σκιά που πλησιάζει... Μεγάλη ταινία, ιδανική για θερινό σινεμά.


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Ιουνίου 2023 από την Rosebud.21!


This post first appeared on Movies Ltd, please read the originial post: here

Share the post

Η τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε (L'ultima notte di Amore / Last Night of Amore) - Review / Κριτική

×

Subscribe to Movies Ltd

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×