Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Sound of Metal - Review / Κριτική

Sound of Metal


Από πού να πιαστείς όταν καταρρέει όλος σου ο κόσμος;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Όλα συμβαίνουν μες στο κεφάλι μας...

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Darius Marder. Στη φιλμογραφία του έχει credit σκηνοθέτη και για μια μεγάλου μήκους ταινία ντοκιμαντέρ, το «Loot» του 2008. Το σενάριο για τούτη την ταινία το υπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τον αδελφό του, Abraham Marder, βασισμένος σε μια δική του ιστορία, στην οποία έβαλε το χεράκι του και ο Derek Cianfrance, με τον οποίο είναι φίλοι. Μάλιστα, ο Darius Marder συνυπογράφει το σενάριο της ταινίας του Cianfrance «Στο τέλος του δρόμου» (The Place Beyond the Pines, 2012), της προτελευταίας ταινίας στην οποία είδαμε επί της μεγάλης οθόνης την Eva Mendes!

Η ταινία Sound Of Metal έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο, τον Σεπτέμβριο του 2019, προ κορωναϊού δηλαδή. Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Στις 20 Νοεμβρίου του 2020 βγήκε σε limited release σε κάποιες αίθουσες των ΗΠΑ, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τις πιθανότητές της στα Όσκαρ. Ήδη ο πρωταγωνιστής Riz Ahmed προβάλλει ως μία από τις πιο δυνατές υποψηφιότητες για το Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου, έχοντας ήδη τσιμπήσει υποψηφιότητα α' ανδρικού ρόλου σε δράμα στις Χρυσές Σφαίρες. Και από τις 4 Δεκεμβρίου του 2020 σε πάρα πολλές χώρες η ταινία προβάλλεται μέσω της πλατφόρμας της Amazon Prime.

Η υπόθεση: Οι Blackgammon είναι ένα συγκρότημα αποτελούμενο από δύο μέλη: την Λου, που είναι η τραγουδίστρια και παίζει κιθάρα και τον Ρούμπεν, ο οποίος παίζει ντραμς. Η μουσική που υπηρετούν είναι κάτι μεταξύ heavy metal και punk. Το ιδιότυπο αυτό ντουέτο είναι ζευγάρι και πάνω στη σκηνή αλλά κι εκτός αυτής. Ζουν σαν τσιγγάνοι χρησιμοποιώντας ένα τροχόσπιτο ως τόπο διαμονής αλλά και μετακίνησης από πόλη σε πόλη των ΗΠΑ, είναι βίγκαν και αγαπιούνται – τρελά. Ο Ρούμπεν είναι καθαρός από ναρκωτικά εδώ και τέσσερα χρόνια και γεμάτος τατουάζ. Βασικά, είναι «γεμάτος» γενικώς γιατί από τότε που γνώρισε τη Λου κάνει αυτό που αγαπάει με τη γυναίκα που αγαπάει. 

Όμως, καλείται να αντιμετωπίσει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: χάνει την ακοή του. Και το γεγονός ότι κάθε βράδυ που δίνουν συναυλία, τα ντεσιμπέλ που δέχονται χτυπάνε κόκκινο, δεν βοηθάει την κατάσταση. Αρνείται να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Κι όταν πλέον χάνει εντελώς την ακοή του, είναι απελπισμένος. Η Λου, για να τον βοηθήσει, τον παρακινεί να επισκεφτεί και να διαμείνει (σε) ένα παράξενο κοινόβιο για κωφούς, το οποίο διευθύνει ο Τζο, βετεράνος του πολέμου στο Βιετνάμ, που έχασε την ακοή του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πώς θα αντιδράσει ο Ρούμπεν; Θα μπορέσει να προσαρμοστεί; Θα μπορέσει να τα βρει με τη νέα κατάσταση και με τον εαυτό του; Πόσο «ίδια» θα είναι τα πράγματα μετά από τη μεγάλη του περιπέτεια;

Η άποψή μας: Άτιμο πράμα η ισορροπία. Όπου ισορροπία = αρμονία. Δύσκολο να την κατακτήσει κανείς. Σε προσωπικό αλλά και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ο φιλαράκος ο Darius Marder τα πάει καλά για πρωτάρης ουσιαστικά. Έχει στα χέρια του ένα υλικό που εύκολα (πάρα πολύ εύκολα) θα μπορούσε να ξεπέσει σε μελόδραμα αίσχιστου είδους. Το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Αρκεί αυτό; Χμ, όχι. Θα μπορούσε να επιλέξει να πάει προς το ακριβώς αντίθετο άκρο. Στην πλήρη αποδραματοποίηση δηλαδή. Βαθιά χασμουρητά, ουδεμία ταύτιση από μέρους του θεατή, ανία, βαρεμάρα. Δεν πάει ούτε προς τα εκεί. Αλλά την ισορροπία δεν την πετυχαίνει απόλυτα. 

Γιατί ήθελε λίγο παραπάνω... δραματοποίηση. Λίγο πιο σφιχτό σενάριο. Λίγο πιο επιμελή επιλογή σε κρίσιμες σεναριακές καμπές – πχ η όλη φάση με τον Γάλλο πατέρα της Λου μεταφέρει – χωρίς λόγο – το επίκεντρο από τον Ρούμπεν σε εκείνην. Αλλά αυτό που θέλει να πει το λέει δυνατά και καθαρά. Τι είναι λοιπόν τούτη η ταινία; Μια μελέτη πάνω στις επιπτώσεις της κώφωσης; Ένα δράμα πάνω στις κάθε είδους εξαρτήσεις; Μια οδύσσεια αναζήτησης του εαυτού; Σωστή απάντηση είναι κυρίως η γάμα. Με ψήγματα αλήθειας να βρίσκονται και στις δύο άλλες απαντήσεις. Ο Ρούμπεν έχει την ανάγκη να τον αγαπούν. Κι όταν δεν βρίσκει αγάπη την αναζητά στα υποκατάστατα. Στα ναρκωτικά. Στη μουσική. Στον... βιγκανισμό (χα!). Στη Λου. 

Η απώλεια της ακοής (την οποία ειρήσθω εν παρόδω ουσιαστικά ο ίδιος προκάλεσε - τι έχουν να πουν άραγε όσοι θα προσπαθήσουν να αναλύσουν την ιδιαίτερη αυτή παράμετρο από ψυχαναλυτικής πλευράς;) είναι τρομακτική αυτή – καθαυτή ως γεγονός. Τον Ρούμπεν όμως τον τρομάζει περισσότερο γιατί χάνοντας την ακοή του νιώθει ότι θα χάσει όλα εκείνα τα σημαντικά που αγαπάει: τις live συναυλίες μέσω των οποίων εισπράττει αγάπη από το κοινό και τη Λου, την αδελφή ψυχή (όπως νομίζει). Η κρίση του είναι καθαρά υπαρξιακή. Έχει μπροστά του μια άβυσσο, μια απύθμενη θάλασσα πιθανοτήτων, όπου φοβάται ότι θα βουλιάξει. Γι' αυτό και η πεισματική του άρνηση. Άρνηση να αποδεχτεί το γεγονός. Άρνηση να συμφιλιωθεί με τα νέα δεδομένα. Επιμονή στο να συνεχίσει να «ακούει» κι ας είναι ο ήχος του μετάλλου. Αυτό που θα αντιληφθεί πάντως στο τέλος αυτής της ιδιαίτερης πορείας του είναι πως υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Και πώς θα πλησιάσει αυτό το φως; Μα μαθαίνοντας να αγαπάει αυτό που έχει παραμελήσει περισσότερο από όλους κι από όλα: τον εαυτό του. 

Ο σκηνοθέτης – προς τιμήν του – αποφεύγει όλες τις πιθανές παγίδες. Να πχ, με την παραμονή του Ρούμπεν με τους κωφούς, θα μπορούσε να τον αφήσει εκεί. Βλέπουμε πως ο Ρούμπεν αρχίζει να νιώθει καλά. Να νιώθει δυνατός. Είναι πολλές οι φορές που γελάει, που αισθάνεται όχι ως ανάπηρος αλλά ως πλήρης άνθρωπος, με την (κρυμμένη προφανώς μέχρι τότε) ικανότητα να μπορεί να επικοινωνεί με παιδιά και να τα κάνει να αισθάνονται καλά. Εκεί λοιπόν παραμονεύει η παγίδα: αποδέξου και αφήσου και όλα καλά. Αμ δε. Ο Ρούμπεν δεν είναι καλά. Απλά, αργεί να συνειδητοποιήσει πως δεν θα φτιάξουν όλα αν φτιάξει την ακοή του. Θα φτιάξουν όλα (ή έστω θα αρχίζουν να φτιάχνουν) αν τα βρει με τον εαυτό του. Το ωραίο με την ταινία είναι ότι μετά τη συνειδητοποίηση, δεν μας δείχνει έναν άνθρωπο ώριμο και δυνατό. Ο Ρούμπεν πηγαίνει πάλι στην αφετηρία. Τουλάχιστον, όμως, πλέον ξέρει λίγο καλύτερα τον εαυτό του. Μεγάλη μαγκιά αυτό. 

Και ναι, αυτή είναι μια ταινία που στηρίζεται αποκλειστικά στην ικανότητα του πρωταγωνιστή να μας δείξει αυτήν την πορεία συνειδητοποίησης. Ο Riz Ahmed τα πάει περίφημα και δικαίως συζητείται για Όσκαρ. Όχι επειδή έμαθε να παίζει ντραμς για τις ανάγκες της ταινίας ούτε επειδή έμαθε τη νοηματική γλώσσα. Αλλά επειδή σε κάθε στιγμή σε πείθει για την ανασφάλειά του, για την υπαρξιακή του κρίση, για τον αγώνα του να φτάσει εντέλει στην αυτογνωσία. Ο 38χρονος Άγγλος πακιστανικής καταγωγής είναι γνωστός ράπερ – είναι ο Riz MC – και πρόσφατα τον είδαμε σε μια άλλη ταινία, πιο κοντά στον εαυτό του. Στο «Mogul Mowgli» υποδύεται έναν MC που λίγο πριν την παγκόσμια καταξίωση χτυπιέται από μια παράξενη αρρώστια, εξαιτίας της οποίας κινδυνεύει να μείνει για πάντα παράλυτος! Και πάλι μουσική και πάλι αρρώστια και πάλι ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με προσπάθεια του βασικού ήρωα να τα βρει με τον εαυτό του, αλλά εκεί έχουμε και μια εμμονή στο θέμα της ταυτότητας, της πατρίδας, της παράδοσης. 

Τούτη η ταινία είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένη. Λίγο πιο σφιχτή και... δραματική να ήταν, να πετύχαινε την καταραμένη ισορροπία και θα μιλούσαμε για κανονικό αριστούργημα. Ας είναι.


Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!


This post first appeared on Movies Ltd, please read the originial post: here

Share the post

Sound of Metal - Review / Κριτική

×

Subscribe to Movies Ltd

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×