Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Umberto Eco: Αιώνιος Φασισμός (Ur-Fascism)

Δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New York Review of Books (22 Ιουνίου 1995, Vol 42, Num. 11 διαθέσιμο). Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας. (Ο όρος Ur–Fascism αποδίδεται τόσο ως πρωτοφασισμός όσο και αιώνιος φασισμός, η επιλογή της δεύτερης απόδοσης έγινε για να δοθεί έμφαση στην διαχρονική παρουσία διαφόρων μορφών του φασισμού στην ανθρώπινη κοινωνία. Στο κείμενο έχει παραληφθεί το ποίημα του Franco Fortini με το οποίο κλείνει το πρωτότυπο)
Το 1942, σε ηλικία δέκα ετών, έλαβα το Πρώτο Περιφερειακό Βραβείο των Ludi Juveniles (μια εθελοντική/υποχρεωτική οργάνωση για νέους Ιταλούς φασίστες – που σημαίνει για κάθε νέο Ιταλό. Ανέπτυξα με την ρητορική δεξιότητα το θέμα «Πρέπει να πεθάνουμε για το Mussolini και το αιώνιο πεπρωμένο της Ιταλίας;». Η απάντησή μου ήταν θετική. Ήμουν έξυπνο παιδί. Πέρασα δύο από τα πρώτα μου χρόνια ανάμεσα σε SS, φασίστες, δημοκράτες και παρτιζάνους που πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο, και έμαθα πως να αποφεύγω τις σφαίρες. Ήταν καλή άσκηση. Τον Απρίλιο του 1945, οι παρτιζάνοι μπήκαν στο Μιλάνο. Δύο μέρες αργότερα έφτασαν και στη μικρή πόλη που ζούσα και εγώ τότε. Ήταν μια στιγμή χαράς. Η κεντρική πλατεία ήταν γεμάτη με ανθρώπους που τραγουδούσαν και ανέμιζαν σημαίες, φωνάζοντας δυνατά για τον Mimo, τον παρτιζάνο αρχηγό στην περιοχή. Πρώην maresciallo των Καραμπινιέρων, ο Mimo είχε ενταχθεί στις δυνάμεις του στρατηγού Badoglio, του διαδόχου του Mussolini, και είχε χάσει ένα πόδι σε μια από τις πρώτες συγκρούσεις με τις εναπομείνασες δυνάμεις του Mussolini. Ο Mimo εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του δημαρχείου, χλωμός, στηριζόμενος στο δεκανίκι του, και με το ένα χέρι προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Περίμενα τα λόγια του, γιατί όλη μου η παιδική ηλικία είχε σημαδευτεί από τους μεγάλους ιστορικούς λόγους του Mussolini, των οποίων τα σημαντικότερα κομμάτια τα αποστηθίζαμε στο σχολείο. Σιωπή. Ο Mimo μίλησε με τραχιά φωνή, σχεδόν ψιθυριστά. Είπε: «Πολίτες, φίλοι. Μετά από τόσες επώδυνες θυσίες… είμαστε επιτέλους εδώ. Δόξα σε όσους έπεσαν για την ελευθερία». Αυτό ήταν. Πήγε ξανά μέσα. Το πλήθος φώναζε, οι παρτιζάνοι σήκωσαν τα όπλα και πυροβόλησαν στον αέρα πανηγυρικά. Εμείς τα παιδιά τρέξαμε να μαζέψουμε τους κάλυκες, ήταν πολύτιμα αντικείμενα, έμαθα όμως πως ελευθερία του λόγου σημαίνει και ελευθερία από τις ρητορείες. Μερικές μέρες μετά είδα τους πρώτους Αμερικάνους στρατιώτες. Ήταν Αφροαμερικανοί. Ο πρώτος γιάνκης που συνάντησα ήταν ένας μαύρος άνδρας, ο Joseph, που με εισήγαγε στο θαυμαστό κόσμο του Dick Tracy και του Li’l Abner. Τα κόμικ του ήταν πολύχρωμα και μύριζαν ωραία. Ένας από τους αξιωματικούς (Ταγματάρχης ή Λοχαγός Muddy) ήταν φιλοξενούμενος στη βίλα μιας οικογένειας της οποίας οι δύο κόρες ήταν συμμαθήτριες μου. Τον συνάντησα στο κήπο τους όπου κάποιες κυρίες τον περιτριγύριζαν μιλώντας σπαστά γαλλικά. Ο Λοχαγός Muddy γνώριζε λίγα γαλλικά και αυτός. Η πρώτη εικόνα που είχα για τους Αμερικάνους ελευθερωτές ήταν έτσι – μετά από τόσα χλωμά πρόσωπα με μαύρα χιτώνια – αυτή του καλλιεργημένου μαύρου άνδρα. , με μια κιτρινοπράσινη στολή να λέει: «Oui, merci beaucoup, Madame, moi aussi j’ aime le champagne…». Δυστυχώς δεν υπήρχε σαμπάνια αλλά ο Λοχαγός Muddy μου έδωσε την πρώτη μου τσίχλα μέντα και άρχισα να την μασάω όλη μέρα. Την νύχτα την έβαζα σε ένα ποτήρι νερό, έτσι ήταν φρέσκια για την επόμενη μέρα. Τον Μάιο ακούσαμε πως ο πόλεμος τελείωσε. Η ειρήνη μου δημιούργησε ένα παράξενο συναίσθημα. Μου είχαν πει πως ο μόνιμος πόλεμος ήταν η φυσική κατάσταση για ένα νεαρό Ιταλό. Τους επόμενους μήνες ανακάλυψα πως η Αντίσταση δεν ήταν τοπικό φαινόμενο αλλά Ευρωπαϊκό. Έμαθα νέες, συναρπαστικές λέξεις όπως réseau, maquis, armée secréte, Rotte Kapelle, γκέτο της Βαρσοβίας. Είδα τις πρώτες φωτογραφίες του Ολοκαυτώματος, κατανοώντας το νόημα πριν μάθω την λέξη. Κατάλαβα από τι απελευθερωθήκαμε. Στην χώρα μου σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που αναρωτιούνται αν η Αντίσταση είχε πραγματική στρατηγική επίπτωση στην πορεία του πολέμου. Για την γενιά μου, η ερώτηση αυτή δεν είχε νόημα: καταλάβαμε άμεσα την ηθική και ψυχολογική σημασία της Αντίστασης. Για εμάς ήταν πηγή υπερηφάνειας, να ξέρουμε πως εμείς οι Ευρωπαίοι δεν περιμέναμε παθητικά για την απελευθέρωση. Και για τους νεαρούς Αμερικάνους που πλήρωναν με το αίμα τους την αποκατάσταση της ελευθερίας μας σήμαινε κάτι, να γνωρίζουν πως πίσω από τις γραμμές πυρός υπήρχαν Ευρωπαίοι που πλήρωναν το δικό τους χρέος προκαταβολικά. Στην χώρα μου σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που λένε πως ο μύθος της Αντίστασης ήταν κομμουνιστικό ψέμα. Είναι αλήθεια πως οι κομμουνιστές εκμεταλλεύτηκαν την Αντίσταση σαν να ήταν προσωπική τους ιδιοκτησία, μιας και έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε αυτή, όμως θυμάμαι παρτιζάνους με μαντήλια διαφόρων χρωμάτων. Κολλημένος κοντά στο ραδιόφωνο, περνούσα τις νύχτες μου – τα κλειστά παράθυρα και η συσκότιση έκαναν τη συσκευή να δημιουργεί μια μικρή, φωτεινή ζώνη γύρω της – ακούγοντας τα μηνύματα που έστελνε η Φωνή του Λονδίνου στους παρτιζάνους. Ήταν αινιγματικά και ποιητικά ταυτόχρονα (Ο ήλιος επίσης ανατέλλει. Τα τριαντάφυλλα θα ανθίσουν) και τα περισσότερα από αυτά ήταν «μηνύματα για τον Franchi». Κάποιος μου σφύριξε πως ο Franchi ήταν ο αρχηγός του ισχυρότερου μυστικού δικτύου στην βορειοδυτική Ιταλία, ένας άνδρας θρυλικής γενναιότητας. Ο Franchi έγινε ο ήρωας μου. Ο Franchi (που το πραγματικό του όνομα Edgardo Sogno) ήταν μοναρχικός, τόσο αντικομουνιστής που μετά το πόλεμο εντάζθηκε σε ακραίες δεξιές ομάδες και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε σχέδιο για ένα αντιδραστικό πραξικόπημα. Ποιος νοιάζεται; Ο Sogno παραμένει ο ονειρικός ήρωας των παιδικών μου χρόνων. Η απελευθέρωση ήταν το έργο ανθρώπων διαφορετικών αποχρώσεων.
Στη χώρα μου σήμερα υπάρχουν κάποιοι που λένε πως ο Απελευθερωτικός Αγώνας, ήταν μια τραγική περίοδος διαίρεσης, και πως το μόνο που χρειαζόμαστε είναι εθνική συμφιλίωση. Η ανάμνηση εκείνων των τρομερών χρόνων πρέπει να κατασταλεί, refouleé, verdrängt. Αλλά η έννοια Verdrängung προκαλεί εκνευρισμό. Αν η συμφιλίωση σημαίνει κατανόηση και σεβασμό για όσους πολέμησαν τον δικό τους πόλεμο καλόπιστα, το να συγχωρείς δε σημαίνει να ξεχνάς. Μπορώ ακόμα να δεχτώ πως ο Eichmann πίστευε ειλικρινά στην αποστολή του, δεν μπορώ όμως να πω: «Εντάξει, ελάτε και κάντε ξανά». Είμαστε εδώ για να θυμόμαστε τι έγινε και να πούμε με στιβαρότητα πως «Αυτοί» δεν πρέπει να το ξανακάνουν. Ποιοι είναι όμως Αυτοί; Αν σκεφτόμαστε ακόμη τα απολυταρχικά καθεστώτα που κυβερνούσαν την Ευρώπη πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε να πούμε με ευκολία πως είναι δύσκολο να ξαναεμφανιστούν με την ίδια μορφή σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Αν ο φασισμός του Mussolini βασίζονταν πάνω στην ιδέα ενός χαρισματικού ηγέτη, τον κορπορατισμό, στην ουτοπία του Αυτοκρατορικού Πεπρωμένου της Ρώμης, μιας ιμπεριαλιστικής θέλησης για την κατάκτηση νέων περιοχών, σε έναν υπερβολικό εθνικισμό, την ιδέα ενός ολόκληρου έθνους ενταγμένου σε τάγματα μελανοχιτώνων, στην απόρριψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον αντισημιτισμό, τότε δεν έχω καμιά δυσκολία να αποδεχτώ πως η σημερινή ιταλική Εθνική Συμμαχία (Alleanza Nazionalle), γεννημένο από το μεταπολεμικό φασιστικό κόμμα, FSI, και φυσικά πλέον ένα δεξιό κόμμα έχει πολύ λίγα κοινά με τον παλιό φασισμό. Με τον ίδιο τρόπο, παρά ότι ανησυχώ για τα διάφορα κινήματα που μοιάζουν με τους Ναζί και ξεπηδούν εδώ και εκεί στην Ευρώπη, ακόμη και στη Ρωσία, δεν πιστεύω πως ο Ναζισμός, στην αρχική μορφή του, θα επανεμφανιστεί σαν πανεθνικό κίνημα. Παρόλα αυτά, αν και πολιτικά καθεστώτα μπορούν να ανατραπούν και ιδεολογίες να κριθούν και να απορριφθούν, πίσω από ένα καθεστώς και την ιδεολογία του, υπάρχει πάντα ένας τρόπος σκέψης και αντίληψης, ένα σύνολο πολιτιστικών συνηθειών, απόκρυφα ένστικτα και ανομολόγητες ορμές. Υπάρχει ακόμα ένα φάντασμα που παραμονεύει την Ευρώπη (για να μη μιλήσω για άλλα μέρη του πλανήτη);
Ο Ιονέσκο είχε πει κάποτε «μόνο οι λέξεις έχουν σημασία, όλα τα άλλα είναι απλώς φλυαρίες». Οι γλωσσολογικές συνήθειες συχνά είναι σημαντικά συμπτώματα, συναισθημάτων που υποβόσκουν. Έτσι έχει αξία να αναρωτηθούμε γιατί όχι απλά η Αντίσταση, αλλά γενικά ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίζεται γενικά σαν αγώνας εναντίον του φασισμού.. αν ξαναδιαβάσετε το «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» του Hemingway θα ανακαλύψετε πως ο Robert Jordan ταυτίζει τους εχθρούς του με τους φασίστες, ακόμα και όταν αναφέρεται τους Ισπανούς Φάλαγγίτες. Και για τον F.D. Roosvelt, «Η νίκη του Αμερικάνικου λαού και των συμμάχων του, θα είναι μια νίκη εναντίον του φασισμού και του καταπιεστικού δεσποτισμού που αντιπροσωπεύει». Κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αμερικάνοι που έλαβαν μέρος στον Ισπανικό πόλεμο, ονομάζονταν «πρόωροι αντιφασίστες» ̶ εννοώντας πως στα ’40 ο πόλεμος εναντίον του Hitler ήταν ηθικό καθήκον κάθε καλού Αμερικανού, αλλά πολεμώντας νωρίς τον Franco στα ’30, είχε περίεργη γεύση γιατί ήταν κυρίως έργο Κομμουνιστών και άλλων αριστερών… Γιατί υπήρχε μια έκφραση σαν το φασιστικό γουρούνι, που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικάνοι ριζοσπάστες τριάντα χρόνια αργότερα, για να αναφερθούν σε ένα αστυνομικό που δεν ενέκρινε τις καπνιστικές τους συνήθειες; Γιατί δεν έλεγαν: καγκουλαρινικό γουρούνι, φαλαγγιστικό γουρούνι, ουστάσικο γουρούνι, κουίσλινγκικό γουρούνι, ναζιστικό γουρούνι; Ο Αγών μου ήταν το μανιφέστο ενός πλήρους πολιτικού προγράμματος. Ο ναζισμός είχε μια θεωρία ρατσισμού και για τον εκλεκτό άριο λαό, μια ακριβή αντίληψη για την εκφυλισμένη τέχνη (entartete Kunst), μια φιλοσοφία για την θέληση για εξουσία (der Wille zur Macht) και του υπεράνθρωπου (Übermensch). Ο ναζισμός ήταν βαθιά αντιχριστιανικός και νεοπαγανιστικός, ενώ ο Διαλεκτικός Υλισμός του Stalin (η επίσημη εκδοχή του Σοβιετικού Μαρξισμού) ήταν εμφανώς υλιστικός και αθεϊστικός. Αν με τον απολυταρχισμό κάποιος εννοεί ένα καθεστώς που υποτάσσει κάθε πράξη του ατόμου στο κράτος και στην ιδεολογία του, τότε και ο Ναζισμός και ο Σταλινισμός ήταν πραγματικά απολυταρχικά καθεστώτα.
Ο ιταλικός φασισμός ήταν σίγουρα δικτατορία, αλλά δεν ήταν τελείως απολυταρχικός, όχι λόγω της ηπιότητας αλλά λόγω της αδυναμίας της φιλοσοφίας της ιδεολογίας του. Αντίθετα με την ευρεία αντίληψη, ο φασισμός δεν είχε κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφία. Το λήμμα για το φασισμό που υπέγραφε ο Mussolini στην εγκυκλοπαίδεια Treccani είχε γραφεί ή βασικά εμπνευστεί από τον Giovanni Gentile, αλλά αντανακλούσε μια ύστερη χεγκελιανή αντίληψη περί Απόλυτου και Ηθικού Κράτους που ο Mussolini ποτε δεν πραγματοποίησε επαρκώς. Ο Mussolini δεν είχε καμία φιλοσοφία, είχε μόνο ρητορική. Ήταν μαχητικός άθεος στην αρχή και αργότερα υπέγραψε την Συνθήκη με την Εκκλησία και καλωσόρισε τους επισκόπους που ευλόγησαν τα φασιστικά λάβαρα. Στα πρώιμα αντικληρικά του χρόνια, σύμφωνα με ένα πιθανό θρύλο, ζήτησε κάποτε από το Θεό, ώστε να αποδείξει την ύπαρξή του, να τον κάψει στο σημείο που στεκόταν. Αργότερα, ο Mussolini ανέφερε πάντοτε το όνομα του θεού στους λόγους του και δεν το πείραζε να τον αποκαλούν ο Άνθρωπος της Θείας Πρόνοιας. Ο ιταλικός φασισμός ήταν η πρώτη δεξιά δικτατορία που κατέλαβε μια ευρωπαϊκή χώρα και αργότερα άλλα παρόμοια κινήματα βρήκαν ένα είδος αρχέτυπου στο καθεστώς του Mussolini. Ο ιταλικός φασισμός ήταν ο πρώτος που δημιούργησε μια στρατιωτική λειτουργική, ένα μύθο, ακόμη και ένα τρόπο ντυσίματος – πολύ πιο επιδραστικό από ότι θα είναι ποτέ ο Αρμάνι, ο Benetton ή ο Versace – με τα μαύρα χιτώνια του. Ήταν μόλις στα 1930 που φασιστικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους, με τον Mosley στην Μεγάλη Βρετανία, και σε Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Πορτογαλία, Νορβηγία, ακόμη και στην Νότια Αμερική. Ήταν ο ιταλικός φασισμός που έπεισε πολλούς Ευρωπαίους φιλελεύθερους ηγέτες να πειστούν πως το νέο καθεστώς επιτελούσε ενδιαφέρουσα κοινωνική μεταρρύθμιση, και ότι έδινε μια ήπια επαναστατική εναλλακτική στην Κομμουνιστική απειλή. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι προηγήθηκε ιστορικά δεν αποτελεί για εμένα επαρκή εξήγηση γιατί η λέξη φασισμός έγινε συνεκδοχή, δηλαδή μια λέξη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κάθε διαφορετικό απολυταρχικό κίνημα. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί ο φασισμός περιέχει μέσα του όλα τα ουσιαστικά στοιχεία κάθε μορφής απολυταρχισμού που ακολούθησε. Το αντίθετο, ο φασισμός δεν είχε πεμπτουσία. Ο φασισμός ήταν ασαφής απολυταρχισμός, ένα κολλάζ διαφορετικών φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών, μια κυψέλη αντιθέσεων. Μπορεί κάποιος να συλλάβει ένα σαφώς απολυταρχικό κίνημα που ήταν ικανό να συνδυάσει την μοναρχία με την επανάσταση, το βασιλικό στρατό με την προσωπική πολιτοφυλακή του Mussolini, την εκχώρηση προνομίων στην εκκλησία και την κρατική παιδεία εκθειασμού της βίας, τον απόλυτο κρατικό έλεγχο και την ελεύθερη αγορά; Το Φασιστικό Κόμμα γεννήθηκε κομπάζοντας πως έφερε μια επαναστατική νέα τάξη, αλλά χρηματοδοτήθηκε από τους πιο συντηρητικούς γαιοκτήμονες που περίμεναν από αυτό μια αντεπανάσταση. Στο ξεκίνημά του ο φασισμός ήταν κοινοβουλευτικός. Επιβίωσε όμως για είκοσι χρόνια διακηρύσσοντας την πίστη του στην βασιλική οικογένεια, ενώ ο Duce (ο αδιαμφησβήτητος Υπέρτατος Αρχηγός) ήταν χέρι με χέρι με το βασιλιά, στον οποίο πρόσφερε το τίτλο του αυτοκράτορα. Όταν όμως ο βασιλιάς απέλυσε το Mussolini το 1943, το κόμμα επανεμφανίστηκε δύο μήνες αργότερα, με γερμανική υποστήριξη, κάτω από το λάβαρο «κοινωνικής» δημοκρατίας, ανακυκλώνοντας το παλιό επαναστατικό σενάριο, τώρα εμπλουτισμένο με σχεδόν ιακωβίνικα στοιχεία. Υπήρχε μόνο μια ναζιστική αρχιτεκτονική και μια ναζιστική τέχνη. Αν ο Ναζί αρχιτέκτονας ο Albert Speer, δεν υπήρχε πλέον χώρος για τον Mies van der Rohe. Παρομοίως, υπό την ηγεσία του Stalin, αν ο Lamarck είχε δίκιο δεν υπήρχε χώρος για τον Δαρβίνο. Στην Ιταλία υπήρχαν σίγουρα φασίστες αρχιτέκτονες αλλά δίπλα στα ψευδο-Κολοσαία τους υπήρχαν πολλά νέα κτίρια εμπνευσμένα από το μοντέρνο ορθολογισμό του Gropious. Δεν υπήρχε φασίστας Zhdanov που να θέτει μια αυστηρή πολιτιστική γραμμή. Στην Ιταλία υπήρχαν δυο σημαντικά καλλιτεχνικά βραβεία. Το Premio Cremona που ελέγχονταν από τον φανατικό και ακαλλιέργητο φασίστα Roberto Farinacci, που προωθούσε την τέχνη ως προπαγάνδα. (Θυμάμαι πίνακες με τίτλους όπως Ακούγοντας Δίπλα στο Ραδιόφωνο το Λόγο του Duce ή Ονειροπολήσεις Εμπνευσμένες από το Φασισμό). Το Premio Bergamo χρηματοδοτούνταν από τον καλλιεργημένο και αρκετά ανεκτικό φασίστα Giuseppe Bottai, που προστάτευε τόσο την έννοια της τέχνης για την τέχνη όσο και τις πολλές μορφές πειραματικής (avant-garde) τέχνης που θα είχε απαγορευτεί ως διεφθαρμένη και κρυφο-κομμουνιστική στην Γερμανία. Ο εθνικός ποιητής ήταν ο D’Annunzio, ένας δανδής που στη Γερμανία ή στη Ρωσία θα είχε σταλεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αναγνωρίστηκε ως ο βάρδος του καθεστώτος εξαιτίας του εθνικισμού του και της λατρείας του ηρωισμού που εξυμνούσε – η οποία ήταν αναμιγμένη με άφθονες επιρροές από τον γαλλικό παρακμιακό πεσιμισμό (fin de sciècle). Δείτε το φουτουρισμό. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί πως αποτελούσε ακόμη μια εκδοχή της εκφυλισμένης τέχνης (entartete Kunst) μαζί με τον εξπρεσιονισμό, το κυβισμό και το σουρεαλισμό. Οι πρώιμοι Ιταλοί φουτουριστές όμως ήταν εθνικιστές, στήριζαν την συμμετοχή της Ιταλίας στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο για λόγους αισθητικής, εξυμνούσαν την ταχύτητα, τη βία και τον κίνδυνο, στοιχεία που όλα τους συνδέονταν με κάποιο τρόπο με τη φασιστική λατρία της νεότητας. Ενώ ο φασισμός ταύτιζε τον εαυτό του με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανακάλυπτε ξανά τις παραδόσεις της υπαίθρου, παρόλα αυτά ο Marinetti (που διακήρυττε πως ένα αυτοκίνητο είναι ομορφότερο από την Νίκη της Σαμοθράκης, και ήθελε να σκοτώσει ακόμα και το σεληνόφως) διορίστηκε μέλος της Ιταλικής Ακαδημίας, που αντιμετώπιζε το σεληνόφως με μεγάλο σεβασμό.
Πολλοί από του μελλοντικούς παρτιζάνους και τους μελλοντικούς διανοούμενους του Κομμουνιστικού Κόμματος επιμορφώθηκαν από την GUF, την φασιστική ένωση φοιτητών πανεπιστημίου, που υποτίθεται ήταν το λίκνο της νέας φασιστικής κουλτούρας. Αυτές οι λέσχες έγιναν ένα είδος διανοητικού χωνευτηρίου όπου νέες ιδέες κυκλοφορούσαν χωρίς κανένα πραγματικό ιδεολογικό έλεγχο. Δεν ήταν ότι τα στελέχη του κόμματος ήταν ανεκτικά προς τη ριζοσπαστική σκέψη, αλλά πολλοί λίγοι από αυτούς είχαν την διανοητική ικανότητα να την ελέγξουν. Στη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών, η ποίηση του Montale και άλλων συγγραφέων που σχετιζόταν με την ομάδα που αποκαλούνταν Ερημιτιστές, ήταν μια αντίδραση στο πομπώδες ύφος του καθεστώτος, και στους ποιητές αυτούς επετράπη να αναπτύξουν την λογοτεχνική διαμαρτυρία μέσα από αυτό που θεωρούνταν ως ο γυάλινος πύργος τους. Το ύφος των Ερημιτών ποιητών ήταν ακριβώς το αντίθετο με τη φασιστική λατρεία του οπτιμισμού και του ηρωισμού. Το καθεστώς ανεχόταν την κατάφωρη, αν και κοινωνικά αόρατη, αντίθεση τους γιατί οι Φασίστες απλά δεν έδιναν σημασία σε τέτοια μυστηριακή γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως ο Ιταλικός φασισμός ήταν ανεκτικός. Ο Gramsci έμεινε στη φυλακή μέχρι και το θάνατο του, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης Giacomo Matteotti και οι αδελφοί Rosselli δολοφονήθηκαν, η ελευθερία του τύπου καταργήθηκε, τα εργατικά συνδικάτα διαλύθηκαν και οι πολιτικοί αντιφρονούντες περιορίστηκαν σε απομονωμένα νησιά. Η νομοθετική εξουσία έγινε αποκύημα της φαντασίας και η εκτελεστική εξουσία (που έλεγχε την δικαστική καθώς και τον μαζικό τύπο) αποφάσιζε νέους νόμους απευθείας, ανάμεσα τους νόμους που καλούσαν για τη διατήρηση της φυλής (η επίσημη χειρονομί


This post first appeared on E-Epiloges, please read the originial post: here

Share the post

Umberto Eco: Αιώνιος Φασισμός (Ur-Fascism)

×

Subscribe to E-epiloges

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×