Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Πράξεις ιστ' 16-34 - Του Τυφλού

Adam Elsheimer, Saint Paul (1578-1610)

Η φυλάκιση κι έπειτα η απελευθέρωση του Παύλου και του Σίλα

Απόδοση από το πρωτότυπο:

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας.
Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

Απόδοση στη νεοελληνική

Εκείνες τις μέρες, καθώς πηγαίναμε στον τόπο όπου προσευχόμασταν, μας συνάντησε κάποια υπηρέτρια που είχε μαντικές ικανότητες κι από την οποία έβγαζαν κέρδος τα αφεντικά της αφήνοντάς την επί πληρωμή να προλέγει τα άγνωστα. Αυτή, ακολουθούσε τον Παύλο κι εμάς και φώναζε: " Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου και σας αναγγέλουν το δρόμο της σωτηρίας." Αυτό συνέχισε να το κάνει για μέρες πολλές ώσπου ο Παύλος αγανακτισμένος (επειδή δεν το έκανε με αγαθό λόγο αλλά με σκοπό το κέρδος) στράφηκε πίσω προς αυτή και είπε· Σε διατάσσω στο όνομα του Ιησού Χριστού να εξέλθεις από αυτήν. Και πράγματι, την ίδια στιγμή βγήκε το πονηρό πνεύμα από μέσα της. Αλλά όταν είδαν οι κύριοί της ότι μαζί με το δαίμονα έφυγε και η ικανότητα να κερδίζουν χρήματα, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στους άρχοντες.
Και αφού τους οδήγησαν στους στρατηγούς, είπαν· αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι ταραξίες, προκαλούν ταραχή στην πόλη μας και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που εμείς ως Ρωμαίοι δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουμε.
Και κόσμος πολύς μαζεύτηκε εναντίον τους, οι δε στρατηγοί τους έσκισαν τα ρούχα και διέταξαν να τους μαστιγώσουν μπροστά στο πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φρουρεί ώστε να μην επιχειρήσουν να δραπετεύσουν.
Αυτός δε, αφού είχε λάβει τέτοια εντολή, τους έβαλε στο βαθύτερο διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά τα πόδια τους στο ξύλο για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν ψέλνοντας ύμνους (σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτα, σαν να μην ένιωθαν κανέναν πόνο), και οι άλλοι φυλακισμένοι τους άκουγαν. Έξαφνα έγινε μεγάλος σεισμός που κούνησε τα θεμέλια της φυλακής και άνοιξαν όλες οι πόρτες και όλων τα δεσμά λύθηκαν. Όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε και είδε όλες τις πόρτες ανοιχτές, τράβηξε το μαχαίρι του με σκοπό να το στρέψει στον εαυτό του, επειδή νόμιζε πως οι κρατούμενοι είχαν δραπετεύσει και σε εκείνον θα επιβάλλονταν η ποινή του θανάτου για την απροσεξία του. Αλλά ο Παύλος φώναξε δυνατά και είπε· Μην κάνεις κακό στον εαυτό σου. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς γιατί είμαστε όλοι εδώ.
Τρομαγμένος ο δεσμοφύλακας, αφού ζήτησε πρώτα φως για να βλέπει, πήδηξε μέσα στη φυλακή κι έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα (αντιληφθείς το θαύμα που είχε συμβεί), κι αφού τους έβγαλε έξω στην αυλή, τους είπε· Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να πετύχω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε; Κι αυτοί του είπαν· Να πιστεύεις στον Ιησού Χριστό ως μόνο λυτρωτή και ως υπέρτατο Κύριο και θα σωθείς κι εσύ και όλη σου η οικογένεια.
Και κήρυξαν το λόγο του κυρίου σε αυτόν και σε όλους όσους βρίσκονταν σπίτι του. Εκείνη δε τη νύχτα, τους πήρε και καθάρισε τις πληγές τους, και αμέσως μετά βαφτίστηκε χριστιανός αυτός και όλη η οικογένειά του. Τους κράτησε στο σπίτι του, τους έδωσε φαγητό και μοιράστηκε μαζί τους τη χαρά του που είχαν πιστέψει στο Θεό.



This post first appeared on Lia In Vivo·:*✧*:·, please read the originial post: here

Share the post

Πράξεις ιστ' 16-34 - Του Τυφλού

×

Subscribe to Lia In Vivo·:*✧*:·

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×