Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Που πάνε οι επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης;


Του Γιάννη Μπαμπαδήμα.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στην πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχε θετικό εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο. Με την πάροδο του χρόνου, το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο άρχισε να γίνεται αρνητικό και φτάσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 που το εμπορικό έλλειμμα στον αγροτικό τομέα έφτασε στα 3 δις. Ευρώ το χρόνο. Την περίοδο της μνημονιακής κρίσης (2010-2015) το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε, γιατί έπεσε κατακόρυφα η καπιταλιστική παραγωγή στην Ελλάδα.
Από το 1981 που οι αγρότες έπαιρναν τις κοινοτικές επιδοτήσεις (αυτές που οι αμύητοι στο αγροτικό ζήτημα χαρακτήριζαν πλουσιοπάροχες), αυτές δεν απέτρεψαν το μόνιμο φαινόμενο της εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής και του χωριού από δεκάδες χιλιάδες αγρότες, βασικά φτωχούς.

Οι κοινοτικές επιδοτήσεις αρχικά δίνονταν στην τιμή του αγροτικού προϊόντος και στη συνέχεια δίνονταν διαφορετικά (για παράδειγμα ανά καλλιεργούμενο στρέμμα, με το επιχείρημα ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα μειωθεί η παραγωγή αγροτικών προϊόντων).

Υπήρχαν και διάφορα άλλα προγράμματα, λεγόμενα «αναπτυξιακά», όπως π.χ. τα λεγόμενα «σχέδια βελτίωσης», που αποδέκτες τους ήταν μόνο οι πλούσιοι αγρότες και οι γόνοι τους, που δεν ξεπερνούσαν το 10% του συνόλου της αγροτιάς. Αυτές τις ενισχύσεις τις έπαιρναν μόνο οι πλούσιοι αγρότες, γιατί αυτοί μπορούσαν να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις που έμπαιναν ως προαπαιτούμενα.

Οι κοινοτικές ενισχύσεις που έπαιρναν πλούσιοι και φτωχοί αγρότες, με μόνο προαπαιτούμενο ότι καλλιεργούσαν γενικά στον αγροτικό τομέα, ήταν απαραίτητες, γιατί χωρίς αυτές δε θα μπορούσαν να παραχθούν τα αγροτικά προϊόντα που ήταν απαραίτητα ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία (είτε πρόκειται για τη βιομηχανία τροφίμων είτε για τη βιομηχανία επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων).
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα προϊόντων που μόνο με την εμπορική τιμή (που σκοπίμως οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών και η ΕΕ τις κρατούσαν πολύ χαμηλές) δε θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν οι αγρότες και να δώσουν τις αναγκαίες ποσότητες αγροτικών πρώτων υλών και σε πολύ χαμηλές τιμές.

Στην ουσία, δηλαδή, οι κοινοτικές επιδοτήσεις είχαν εμμέσως ως αποδέκτες το βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο και όχι τον αγροτικό κόσμο. Οι κοινοτικές ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα, μέσω της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) καθιερώθηκαν για να υπηρετήσουν την ανάγκη να ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός διατροφικός τομέας.

Όσο πέρναγαν τα χρόνια, όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας άρχισε να αναζητεί την κάλυψη των αναγκών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων (και όχι μόνο) σε αγροτικές πρώτες ύλες, στις εισαγωγές από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Έτσι, βαθμιαία η ΕΕ άνοιγε την ευρωπαϊκή αγορά στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων απ’ αυτές τις χώρες και ταυτόχρονα μείωνε τις κοινοτικές ενισχύσεις και τον όγκο της παραγωγής στην ΕΕ. Η αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου υλοποιούνταν μέσω της κατάργησης των ποσοστώσεων και των δασμών και εκτός των άλλων - εξυπηρετούσε και το στόχο του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου να ελέγξει πλήρως τις αγορές αυτών των χωρών. Για να εξυπηρετηθεί αυτός ο στόχος, έπρεπε να ανοίξει διάπλατα η ευρωπαϊκή αγορά, προκειμένου οι ευρωπαίοι καπιταλιστές να υπερνικήσουν τον ανταγωνισμό του αμερικάνικου κεφαλαίου.

Πέρα από το στόχο της αυτάρκειας σε αγροτικά προϊόντα και σε τρόφιμα στην ΕΟΚ από την ίδρυσή της, έπρεπε να εξυπηρετηθεί και η εξεύρεση φτηνού εργατικού δυναμικού, που το προσέφεραν οι αγρότες δουλεύοντας στα εργοστάσια και συμπληρώνοντας το αγροτικό εισόδημα. Με την κατάρρευση των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πλημμύρισαν οι χώρες της ΕΕ με φτηνό εργατικό δυναμικό και έτσι εξέλειπε η ανάγκη για φτηνό εργατικό δυναμικό και μαζί και για «παχυλές» κοινοτικές ενισχύσεις.

Παράλληλα με τη διαδικασία που περιγράψαμε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 εξελισσόταν η διαδικασία των συνεχών αλλαγών της ΚΑΠ, που επιδείνωσαν δραματικά τη θέση της αγροτιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Με βάση τα στοιχεία, την περίοδο 2014-2020, στον τομέα της γεωργίας και γενικότερα στις αγροτικές περιοχές, η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα δαπανήσει 19,5 δις. ευρώ στην Ελλάδα. Το ποσό αυτό είναι χαμηλότερο περίπου κατά 5 δις. συγκριτικά με την περίοδο 2008 -2013, κάτι το οποίο έχει πρακτικά αποσιωπηθεί. Συνεπώς ετησίως κατά μέσο όρο οι δαπάνες κάθε μορφής είναι 3,25 δις. Οι δαπάνες αυτές, όπως αναφέρεται, θα κατανεμηθούν σε τρεις άξονες. 
Στην καταβολή άμεσων ενισχύσεων-επιδοτήσεων (περίπου 70%), στα μέτρα στήριξης της αγοράς (10%) και στην αγροτική ανάπτυξη (20%). (Πηγή: Η συμβολή και οι προοπτικές του αγροτοδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα, Τράπεζα Πειραιώς, 2015). Για την εκταμίευση αυτών των χρημάτων, δεσμεύονται σημαντικά ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, με τον έμμεσο, αλλά σαφή, αυτό τρόπο καθορίζεται και προς τα πού θα πάνε τα χρήματα του προϋπολογισμού

Πέρα όμως από τα νούμερα, σημασία κυρίως έχει να δούμε το που ακριβώς κατευθύνονται αυτά τα χρήματα για τα οποία γίνεται μεγάλη συζήτηση. Ας δούμε πως έγινε η κατανομή των ενισχύσεων την προηγούμενη περίοδο της ΚΑΠ 2008-2013. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας (Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έκθεση επί της κατανομής των άμεσων ενισχύσεων στους παραγωγούς, οικονομικό έτος 2013), η κατανομή των επιδοτήσεων για το 2013 έγινε ως εξής: Επιδότηση μέχρι 5.000 ευρώ πήραν 569.000 αγρότες (το 70% του συνόλου των αγροτών). Το σύνολο των επιδοτήσεων ήταν 809 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή κατά μέσο όρο 1.400 ευρώ. Οι 330.000 πήραν λιγότερο από 1.000 ευρώ. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους πρόκειται για εργατοαγρότες ή αγροτοεργάτες. Από 5.000 ευρώ και πάνω πήραν 150.000 αγρότες (30% του συνόλου), οι οποίοι καρπώθηκαν 1,5 δις ευρώ δηλαδή κατά μέσο όρο 10.000 ευρώ. Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι το στοιχείο, ότι 60 μεγαλοαγρότες και επιχειρήσεις πήραν 6,7 εκ., δηλαδή 110.000 ευρώ περίπου ο καθένας. Συνεπώς κάθε χρόνο από το σύστημα των άμεσων επιδοτήσεων, είναι πρακτικά ωφελημένοι οι μεγαλοαγρότες και οι επιχειρήσεις του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος. Από τα μέτρα στήριξης της αγοράς (2008-2013) το 50% περιελάμβανε μέτρα στήριξης άμεσα της βιομηχανίας τροφίμων και το 21% το λεγόμενο ταμείο αναδιάρθρωσης του κλάδου ζάχαρης. Έτσι για να αφομοιωθούν οι κραδασμοί από το κλείσιμο της βιομηχανίας ζάχαρης στην Ελλάδα υπήρξε ταμείο και οικονομικός σχεδιασμός από την ΕΕ. Βλέπουμε λοιπόν και εδώ που κατευθύνθηκε ο κύριος όγκος των ενισχύσεων που αφορούσε αυτόν τον άξονα.

 Τα μέτρα που αφορούν τον τρίτο άξονα της αγροτικής ανάπτυξης, έχουν ως σκοπό «την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της αναδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα και την ενίσχυση μορφών συνεργασίας και δικτύωσης και ανάπτυξη συνεργατικών σχηματισμών – clusters». Από τα στοιχεία προκύπτει ότι υποστηρίχθηκαν συνολικά 80.305 επενδύσεις αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Δεν υπάρχουν όμως δημοσιευμένα στοιχεία για τον χαρακτήρα και το μέγεθος αυτών των εκμεταλλεύσεων. Όμως βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο κύριος όγκος της στήριξης κατευθύνθηκε κυρίως σε επενδύσεις μεγάλων επιχειρήσεων τροφίμων. Εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που καρπώνονται αυτές τις ενισχύσεις προφανώς θα είναι και εκείνα που εντάσσονται και στα προγράμματα Συμβολαιακής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας των τραπεζών. Μόνο στο πρόγραμμα της Τράπεζας Πειραιώς, την τελευταία τριετία 2013 – 2016, εντάχθηκαν 17.000 παραγωγοί και 170 μεταποιητικές επιχειρήσεις. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα πραγματοποιούν εξαγωγές αξίας ίσης με το 20% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Ανάλογα προγράμματα έχουν προωθήσει και η Εθνική και η Alpha Bank.

Τελικά φαίνεται ότι η ΚΑΠ αποτελεί μια στοχευμένη παρέμβαση της ΕΕ ενίσχυσης των μεγαλοαγροτών, του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος και των αναδιαρθρώσεων. Με λίγα λόγια πρόκειται για μια πολύπλευρη στήριξη των ισχυρών του τομέα. Επιπλέον, τα «επιλέξιμα» για την ΕΕ έργα και δαπάνες δεν είναι έργα και δαπάνες για τη λαϊκή κατοικία, την κατασκευή υποδομών για δωρεάν και αποκλειστικά δημόσια Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια κλπ., αλλά μόνο έργα που εξυπηρετούν την ενιαία καπιταλιστική αγορά της ΕΕ, τις υποδομές που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της λεγόμενης «ανταγωνιστικότητας». Να θυμόμαστε λοιπόν, ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις που δίνονταν στον αγροτικό κόσμο εξυπηρέτησαν και εξυπηρετούν τις διαχρονικές ανάγκες του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου

Η ίδια η λειτουργία της ΕΕ οξύνει την ανισόμετρη ανάπτυξη, επιδεινώνει τους όρους ανάπτυξης των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών σε όφελος των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Η λεγόμενη «πολιτική συνοχής» της ΕΕ δεν μπορεί να περιορίσει και πολύ περισσότερο να εξαλείψει την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των χωρών. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν επί τάπητος το θέμα του αντιΕΕ προσανατολισμού, της εξόδου από την ΕΕ, σαν όρου επιβίωσης των μικροαγροτών και των εργατοαγροτών. Το πολιτικό περιεχόμενο και οι αιχμές των αγροτικών κινητοποιήσεων δείχνουν την πολιτική ηγεμονία των μεγαλοαγροτών, οι οποίοι προασπιζόμενοι τα αυτοτελή τους συμφέροντα ζητούν την εφαρμογή του μητρώου αγροτών, ώστε να πάρουν και το τμήμα των επιδοτήσεων που δίνεται στους χιλιάδες μικροαγρότες.

Το μητρώο αγροτών είναι η καραμέλα, που όλες οι κυβερνήσεις έβαζαν μπροστά στις κινητοποιήσεις των αγροτών, μια καραμέλα όμως με πολύ πικρή γεύση για την πλειονότητα των μικρομεσαίων αγροτών. Γιατί σε περίπτωση που δημιουργηθεί τέτοιο μητρώο, άνετα θα μπορούν να ενταχθούν σε αυτό, εκτός από τους μεγαλοτσιφλικάδες, μεγάλες Ανώνυμες Εταιρείες γεωργικών εκμεταλλεύσεων (Μπουτάρης, Τσάνταλης, Πόρτο Καράς κλπ) αλλά και μοναστήρια, μεγαλογιατροί, μεγαλοεργολάβοι κλπ., που έχουν στην κατοχή τους ή μισθωμένες μεγάλες εκτάσεις με καλλιέργειες. Αντίθετα δε θα μπορούν να ενταχθούν και άρα να λαμβάνουν επιδοτήσεις περίπου 400.000 με 500.000 αγροτοεργάτες και εργατοαγρότες. Με αυτόν τον τρόπο θα αναγκαστούν να βγουν από την παραγωγή και έτσι θα συγκεντρωθεί η γη σε ακόμη λιγότερα χέρια. Θετική εξέλιξη για τους λίγους και όχι για τους πολλούς, όπως υποστηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τέλος, ας ληφθεί υπόψη, ότι το 2011 – έτος για το οποίο έχουμε στοιχεία αναλυτικά – ο γεωργικός πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 1.762.181 άτομα  (εκ των οποίων οι 740.000 περίπου συνταξιούχοι). Το 2015 αγροτικά εισοδήματα δήλωσαν 431.790 άτομα. 

Εννοείται, φυσικά, ότι αν ποτέ καθιερωνόταν (πράγμα αδύνατον μετά το «σπάσιμο» του ΣΥΡΙΖΑ και την υποτελή συμμόρφωσή του προς κάθε διαταγή του Βερολίνου και των δανειστών – δυναστών μας γενικότερα), αφορολόγητο όριο 12.000 ευρώ για όλους τους Έλληνες, είναι αυτονόητο ότι αυτό θα ίσχυε και για τους αγρότες.


Χαιρετίσματα,

ΜΠΑΜΠΑΔΗΜΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ




This post first appeared on Leonidion.gr, please read the originial post: here

Share the post

Που πάνε οι επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

×

Subscribe to Leonidion.gr

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×