Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Άρκο, σήκω..

Tags: iumliumliuml

_Άρκο, σήκω..σήκω γρήγορα.. _Έ; έκανα μισοκοιμισμένος.. _Σήκω ρε, άντε κουνήσου.. Ήταν ο Ηλίας, ο μεγάλος γιός της κυρά Δέσποινας απο το απέναντι σπίτι. Μας χώριζε ένας στενός δρόμος μονάχα. Ο Ηλίας ήταν τότε δεκαεφτά χρονών, και είχε ακόμη έναν αδερφό, τον Νίκο, δεκαπέντε χρονών και μεγάλο κωλοπαίδι συνάμα. Ο μεγάλος ήταν ήσυχο και λογικό παιδί, εργατικό και υπάκουο, ενώ ο άλλος, ακριβώς το αντίθετο, σύν ότι είχε καμιά πεντακοσαριά κουσούρια επιπλέον. Κάποτε οργώναμε τον κήπο με τον γάϊδαρο, κι εκείνος έκατσε κάτω, απεργώντας και διαμαρτυρόμενος, μην έχοντας πλέον διάθεση άλο για εργασία, οπότε κι αναγκαστικά ζώστηκα εγώ τα σχοινιά, και βρέθηκα να τραβάω σαν γάιδαρος το άροτρο. Περνούσε τότε κάποιος χωριανός απο κεί, και το είδε, και συζητώντας το στο καφενείο, με αποκάλεσε "Άρκο", δηλαδή αρκούδα, θέλοντας να δώσει έμφαση στη δύναμή μου, κι απο τότε μου είχε μείνει για πολλά χρόνια ο τίτλος του άρκου, και που ο Ηλίας δεν έλεγε να τον ξεχάσει ποτέ. Ήταν καλοκαίρι του '75, ήμουν δεν ήμουν δώδεκα χρονών. Η ζέστη αφόρητη, και σαν να μην έφταναν οι δουλειές στα χωράφια, είχα και το διάβασμα απο πάνω. Ο θείος μου που με μεγάλωνε όλα αυτά τα χρόνια που έλειπαν οι γονείς μου στην Γερμανία, ήταν αφάνταστα αυστηρός. Το ξύλο που έτρωγα καθημερινά, δεν περιγράφεται. Μερικές φορές τον δικαιολογώ, ίσως ήταν ο μόνος τρόπος να με κρατάει υπό έλεγχο, μιάς και ήμουν τρομερά ζωηρός σαν παιδί, και η δική του ευθύνη απέναντι στους γονείς μου τεράστια αν κάτι πάθαινα, και που ήταν το πιο εύκολο να συμβεί ανά πάσα στιγμή, με τις τότε συνθήκες ζωής. Που να τολμήσω λοιπόν να μήν διαβάσω αυτό που θα μου έβαζε σαν εργασία, που μετά θα με έλεγχε και αλίμονό μου αν δεν το είχα μάθει. Μια φορά με είχε δέσει στα κάγκελα στο ντουβάρι, μπροστά στο δρόμο, επειδή δεν είχα μάθει καλά όλους τους στίχους του Εθνικού ύμνου. Πέρναγε ο κόσμος, κι εγώ με τα χέρια δεμένα πίσω μου, πάνω στα κάγκελα, παρίστανα τον άνετο τουρίστα που λιάζεται αμέριμνα, μην τυχόν και με έπαιρναν είδηση, οπότε το δούλεμα θα κράταγε χρόνια. _Ξύπνα ρε άρκο, άντε, θα αργήσουμε.. _Που θα πάμε ρε Ηλία; _Κάπου...σήκω και θα δείς.. _Δεν έρχομαι, θα με σκοτώσει ο θείος μου, δεν τέλειωσα το διάβασμα.. _Δεν θα του πούμε τίποτα, ούτε θα μας καταλάβει, σήκω, πάμε.. Ο τόνος της φωνής του, είχε μέσα του μια επιτακτικότητα, που με εναντίωνε, μα και μια παράκληση συνάμα, που μου ερχόταν δύσκολο να του αρνηθώ..Ο φόβος όμως για τα επακόλουθα απ' τον θείο, με ανάγκαζε να λέω όχι. _Ρε ξέρεις τι ωραία είναι κεί που θα πάμε; _Που θα πάμε ρε Ηλία; γιατί δε μου λές; _Πάμε και θα δείς, έχει πολύ φώς εκεί, φώς και μουσική, έλα πάμε.. Φώς και μουσική; μου θύμισε την τελευταία φορά το ξύλο που έφαγα, είχαν αστράψει τα μάτια μου, μιλάμε για πολύ φώς, που μετά για μέρες τα ανοιγόκλεινα σαν χαζό, και τα αυτιά μου βούιζαν μελωδικά για άλλες τόσες μέρες..φώς και μουσική, μάλιστα..άσε, να μου λείπουν. _Ηλία πάνε μόνος σου, δεν μπορώ, θα φάω ξύλο και δεν έχω όρεξη.. _Μόνος μου δεν θα πάω, θα πάω με παρέα, αν είναι θα πώ τον Στάθη του "μεχτέρ" άμα θέλει να πάμε μαζί. _Πές όποιον θέλεις, εγώ δεν γίνεται να έρθω. _Καλά ρε άρκο, φεύγω, αντίο.. ..κι έφυγε. Πετάχτηκα επάνω με κομμένη ανάσα, προσπαθώντας να πάρω αέρα, λές και κάποιος μου έσφιγγε το λαιμό. Έσταζα ολόκληρος, μούσκεμα στον ιδρώτα, και σιγά σιγά άρχισα να παίρνω ξανά αναπνοή.. Τρομαγμένη σηκώθηκε και η γιαγιά μου, που κοιμόταν κι εκείνη δίπλα μου στο ίδιο ντιβάνι.. _Πουλίμ, ντο έπαθες; με ρώτησε φανερά ανήσυχη και τρομαγμένη.. _Είδα όνειρο γιαγιά..και δεν έπαιρνα αναπνοή τώρα και τρόμαξα.. _Τι όνειρο είδες παιδί μου; _Τον Ηλία της Δέσπως γιαγιά, και της διηγήθηκα ξανά, ακριβώς όλα όσα είδα λίγα δευτερόλεπτα πρίν.. Έσκυψε το κεφάλι της σταυρώνοντας τα χέρια της, και είπε σκεφτική, "δεν είναι καλό όνειρο αυτό παιδί μου.." _Γιατί γιαγιά; _Πάμε στης Δέσπως να τις το πούμε...δεν ήταν καλό το όνειρο παιδί μ'.. Ήταν μέρα Παρασκευή, τρείς το απόγευμα όταν συνέβηκαν όλα αυτά. Ακριβώς μια εβδομάδα πρίν, παρασκευή απόγευμα ήταν, που είχαν πάει τον Ηλία στην Θεσσαλονίκη, στο νοσοκομείο, γιατί δεν ένοιωθε καλά. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει μια σπάνια ασθένεια, που του κατάτρωγε το συκώτι, μα δεν υπήρχε ίαση. Πήγαμε στην μάννα του, και η γιαγιά μου τις εξήγησε τον λόγο που πήγαμε. Ξαφνικά, η κυρά Δέσποινα, άρχισε να τσιρίζει, να κλαίει, να φωνάζει "το παιδί μου θα πεθάνει.." κι εγώ κατατρομαγμένος να κοιτάζω και να μην μπορώ να καταλάβω τίποτε, άσε που αισθανόμουν και τύψεις πως για όλη αυτή την αναστάτωση ήμουν εγώ υπαίτιος.. Στις πέντε το απόγευμα, πήραν τηλέφωνο απο το Νοσοκομείο, στο καφενείο του χωριού, όπου ήταν και το μοναδικό τηλέφωνο για όλο το χωριό, πώς στις τέσσερις το απόγευμα, απεβίωσε ο Ηλίας.. Την ίδια ημέρα, ο Στάθης ο "μεχτέρ" είχε πάει στην Ροδόπολη απ' όπου αγόρασε πέντε ζευγάρια παπούτσια, τα οποία μετά και μοίρασε στα παιδιά της γειτονιάς του, λέγοντάς τα, "πάρτε τα να με θυμάστε". Την επομένη, ακριβώς στις τέσσερις το απόγευμα, ανεβασμένος στα πλαϊνά ενός τρακτέρ με το οποίο κουβαλούσαν χώμα, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Θεόδωρο, καταπλακώθηκε απο την μεγάλη πίσω ρόδα του τρακτέρ, όταν αυτό αναποδογύρισε λόγω βάρους και κλίσης του εδάφους και πέθανε μετά απο λίγα λεπτά, απο ασφυξία, σε ηλικία δεκαεφτά ετών επίσης. Εσείς; Πιστεύετε στα όνειρα;

Share the post

Άρκο, σήκω..

×

Subscribe to A! μπε μπα Blog! το Μπινελικοδρόμιο.. | Λύσεις και απαντήσεις για κάθε Blogger

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×