“Τι θα κάνεις;”
“Θέλεις να έρθεις πίσω στην Ελλάδα;”
“Μιλάς σοβαρά; Και τι θα κάνεις εδώ, ξέρεις πόσο δύσκολα είναι;”
“Κάτσε εκεί που είσαι και μην το κουνάς..”
Κάθε φορά που θα συζητήσω με κάποιον/α που ζει, η ήρθε από Ελλάδα, τα ίδια και απαράλλαχτα ακούω. Άρχισα να κουράζομαι.
Αγαπητοί μου φίλοι,
Έζησα Ελλάδα τη μισή μου ζωή. Η μιζέρια και η κλάψα του στυλ “μη μου ζητάτε, δεν έχω, κι εγώ να πάρω θέλω” μου ήταν γνωστές από πάντα. Τις συναντούσα σε κάθε βήμα μου. Βασικά δεν είδα να άλλαξε απολύτως τίποτε. Κλαιγόντουσαν, όσοι δεν είχανε, μια φορά, κι αυτοί που είχανε, πέντε.
Ξέρω τι σημαίνει φτώχεια. Φτωχά έζησα, φτωχική η οικογένεια που με ανάθρεψε, έμαθα τι σημαίνει στέρηση, μα δεν πέθανα. Με αυγά αγοράζαμε φαγώσιμα, χρήματα δεν είχαμε, μα ήμασταν ευτυχισμένοι και δεμένοι σαν οικογένεια, δεν λυγίσαμε ποτέ.
Ξέρω τι θα πει πείνα, ξύπνησα άπειρα βράδια από πείνα και κρύο, μα δεν πέθανα ούτε από αυτά, ζω ακόμα. Ποτέ όμως δεν πουλήθηκα.
Δάνεισα και δανείστηκα. Έδωσα και πήρα.
Δεν καταδέχτηκα όμως ποτέ να απλώσω χέρι σε τραπέζι, που εγώ δεν πρόσφερα τίποτε απολύτως. Τζάμπα δεν με τάισε κανένας. Το ψωμί που έφαγα, το κέρδισα τίμια. Κι όταν δεν υπήρχε, προτιμούσα να κοιμάμαι νηστικός, παρά να αφήσω να με λυπηθούν άλλοι.
Πιστέψτε με λοιπόν, ακόμα και τώρα αν επιστρέψω, δεν θα χαθώ.
Ξέρω να πολεμάω.
Μη φοβάστε για μένα λοιπόν..
“Θέλεις να έρθεις πίσω στην Ελλάδα;”
“Μιλάς σοβαρά; Και τι θα κάνεις εδώ, ξέρεις πόσο δύσκολα είναι;”
“Κάτσε εκεί που είσαι και μην το κουνάς..”
Κάθε φορά που θα συζητήσω με κάποιον/α που ζει, η ήρθε από Ελλάδα, τα ίδια και απαράλλαχτα ακούω. Άρχισα να κουράζομαι.
Αγαπητοί μου φίλοι,
Έζησα Ελλάδα τη μισή μου ζωή. Η μιζέρια και η κλάψα του στυλ “μη μου ζητάτε, δεν έχω, κι εγώ να πάρω θέλω” μου ήταν γνωστές από πάντα. Τις συναντούσα σε κάθε βήμα μου. Βασικά δεν είδα να άλλαξε απολύτως τίποτε. Κλαιγόντουσαν, όσοι δεν είχανε, μια φορά, κι αυτοί που είχανε, πέντε.
Ξέρω τι σημαίνει φτώχεια. Φτωχά έζησα, φτωχική η οικογένεια που με ανάθρεψε, έμαθα τι σημαίνει στέρηση, μα δεν πέθανα. Με αυγά αγοράζαμε φαγώσιμα, χρήματα δεν είχαμε, μα ήμασταν ευτυχισμένοι και δεμένοι σαν οικογένεια, δεν λυγίσαμε ποτέ.
Ξέρω τι θα πει πείνα, ξύπνησα άπειρα βράδια από πείνα και κρύο, μα δεν πέθανα ούτε από αυτά, ζω ακόμα. Ποτέ όμως δεν πουλήθηκα.
Δάνεισα και δανείστηκα. Έδωσα και πήρα.
Δεν καταδέχτηκα όμως ποτέ να απλώσω χέρι σε τραπέζι, που εγώ δεν πρόσφερα τίποτε απολύτως. Τζάμπα δεν με τάισε κανένας. Το ψωμί που έφαγα, το κέρδισα τίμια. Κι όταν δεν υπήρχε, προτιμούσα να κοιμάμαι νηστικός, παρά να αφήσω να με λυπηθούν άλλοι.
Πιστέψτε με λοιπόν, ακόμα και τώρα αν επιστρέψω, δεν θα χαθώ.
Ξέρω να πολεμάω.
Μη φοβάστε για μένα λοιπόν..
Related Articles
This post first appeared on A! μπε μπα Blog! το ΜπινελικοδÏόμιο.. | ΛÏσεις και απαντήσεις για κάθε Blogger, please read the originial post: here