Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Νικαράγουα 8

Νικαράγουα 8
Σύνορα  Αλβανίας- Ελλάδας
30 μετανάστες από Μπαγκλαντές, Πακιστάν και Ινδία  συγκεντρώθηκαν αυτή την νύχτα υπό καταρρακτώδη  βροχή  να  διασχίσουν  τα σύνορα περνώντας στον νότο
Το σημείο που επέλεξαν ήταν  υποτίθεται  αφύλαχτο , τουλάχιστον απ  την αλβανική  συνοριοφυλακή όμως  λίγα μέτρα πριν την διαχωριστική γραμμή ανάψαν από  παντού προβολείς και  αστυνομικοί με γκλομπ και πιστόλια  στα χέρια  ορμήξαν πάνω τους
Μόνο 2 παιδιά  και ένας 35χρόνος άντρας  δεν πέσαν στα  γόνατα με τα χέρια  ψηλά αλλά  συνέχισαν να  τρέχουν  προς την μεριά της Ελλάδας

5 αλβανοί , 2 αστυνομικοί και  3 φαντάροι τους κυνηγήσαν  όμως πάνω στην διαχωριστική  γραμμή τους  έχασαν  απ τα μάτια τους
Ανάψαν προβολείς όμως  δεν φαινόταν πουθενά
Αντ  αυτού φανήκαν ελληνικές  περίπολοι   συναδέλφων τους που  με παρατεταμένα   τα όπλα  τους  τους πλησιάσαν στα 5 μέτρα
-Τι συμβαίνει;  ρώτησε ο έλληνας  συνοριοφύλακας
-Κυνηγάμε κάποιους, απάντησε ο επικεφαλής αλβανός συνάδελφος  του
-Κάποιους; αποκρίθηκε ο ελληνας  συνοριοφύλακας, επί ελληνικού  εδάφους;
-Δεν περάσαμε την  γραμμή
-Την περάσατε
-Δεν την περάσαμε
-Τσέκαρε το gps  σου
Το τσέκαρε , την περάσαν
Ο αλβανός βλαστήμησε  και του είπε
-Χάνουμε  χρόνο. Περάσαν 2 ανήλικοι και ένας ενήλικας στην πλευρά σας. 
-Κάντε πίσω και θα  δώσω σήμα. Δεν θα χουν πάει μακριά
Ο  αλβανός επικεφαλής  κούνησε  συγκαταβατικά το κεφάλι του και  κάνανε πίσω
-Αν δεν εμφανιστούμε  σε κάνα  δίωρο  θα σημαίνει πως τους χάσαμε ειδάλλως περιμέντε εδώ  
-Είναι και  κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις, του  φώναξε ο αλβανός, δεν είναι δικοί μας αλλά άραβες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μελαμψοί
Ο έλληνας συνοριοφύλακας  τον κοίταξε απορημένος και  βλαστήμησε
-Περνάνε και απ την αλβανία  στην  Ελλάδα   τώρα  τα λαθροπιθήκια;

Στην πόλη έβρεχε  για μέρες
Ο Περβέζ  επέστρεφε κρατώντας λίγο  ψωμί  στο  ερειπωμένο κτίριο  έξω  απ την πόλη  που είχαν βρει καταφύγιο αυτός και τα  δυο ανήλικα απ την Ινδία και το  Μπαγκλαντές
Ο 17χρόνοι  Ρατζίφ απ  την Ινδία και  Άντνάν απ το  Μπαγκλαντές  όπως και ο 35χρόνος Πέρβεζ απ το Πακιστάν  είχαν 4 μέρες να  φάνε κάτι
Μοιραστήκαν στα ίσια  το ψωμί και ο Περβεζ πριν ξεκινήσουν   να  τρώνε  μονολόγησε  γελώντας
-Βασιλικό  γεύμα  ε;
Χαμογέλασαν και οι άλλοι
-Τι θα κάνουμε; ρώτησε ο Άντναν , αλλιώς τα υπολογίζαμε και αλλιώς μας έκατσαν. Πως θα  φύγουμε  την  Γερμανία;
-Δεν ξέρω.  Υποτίθεται όταν  θα  φτάναμε  Ελλάδα θα ζητούσαμε άσυλο  και θα  μας το  έδιναν ώστε να μεταβούμε στην Γερμανία αλλά αυτοί εδώ  έχουν λυσσάξει
Αλλιώς μας τα  λέγανε αλλά  και εδώ οι αστυνομίες τους  είναι  λυσσασμένα σκυλιά  σαν τις αστυνομίες στα μέρη μας
-Άρα;
-Δυο  πράματα μας μένουνε,. ή να παραδοθούμε και να μας στείλουν πίσω στο  εργοστάσιο στην Αλβανία ή να  προσπαθήσουμε να  βγουμε απ την χώρα παράνομα  αφού δεν μπορούμε νόμιμα, απάντησε ο Περβεζ
-Εγώ  στο εργοστάσιο για 50 σεντς την ώρα δεν ξαναγυρνάω, απάντησε ο Ρατζίφ
-Ούτε και γω, συμφώνησε ο Αντνάν
-Τότε  πρέπει να σκεφτώ έναν τρόπο να  βγούμε απ την χώρα . Παράνομα. Άντε  φάτε τώρα να πάρετε δυνάμεις, ποιος ξέρει πότε θα ξαναφάμε
  Εκείνη την στιγμή  ακούστηκαν κάποια αδέσποτα σκυλιά να  γαβγίζουν μέσα στις ερημιές που βρισκόταν το ερειπωμένο κτίριο
-Τι  ναι  αυτό;  ρώτησε ο Ρατζίφ
Ο Περβέζ  σηκώθηκε  λέγοντας τους
-Τίποτα δεν θα ναι. Φάτε εσείς
Δεν βγήκε έξω αλλά ανέβηκε στον πάνω όροφο απ το διώροφο  κτίριο και από εκεί με το βλέμμα του σάρωσε μέσα στην νύχτα  την περίμετρο   γύρω απ το κτίριο
Στο βάθος   απ την μεριά του  κεντρικού  δρόμου  διέγνωσε  κίν ηση
Κοίταξε καλύτερα και  διαπίστωσε πως 4 περιπολικά   της αστυνομίας κατευθύνονταν  μέσα από ΄τον χωματόδρομο προς  την μεριά τους. Αμέσως  κατέβηκε  κάτω , άρπαξε  τα δυο παιδιά απ τα χέρια, τα σήκωσε όρθια και  τους  πρόσταξε
-Φεύγουμε
-Τι έγινε; ρώτησε ο Αντνάν
-Αστυνομία. Κάποιος μας   είδε και την φώναξε
Μέσα  στην πυκνή  βλάστηση και τις ερημιές  τρέχανε   ενώ οι  αστυνομικοί  με  φακούς και τα  όπλα ανά χείρας  κυκλώναν  το κτίριο  και με προσεκτικές κινήσεις   διερχόταν για  έλεγχο εντός του

Ο Λάμπης, ένας  βλάχος  τακτικός θαμώνας   με άσπρο μαλλί και μουστάκι είχε σηκωθεί στην πίστα και χόρευε ενώ η Μίνα  τραγουδούσε
Ο Φίλης με τον Φάντομ είχαν  αράξει   στην είσοδο  κοντά  και κάνανε  τσιγάρο όταν ο Περβέζν με τον Αντάν και τον Ρατζίφ  πέσανε κυριολεκτικά πάνω  τους
-Εεεεε, φώναξε ο  Φάντομ
-Συγνώμη , συγνώμη, είπε απολογητικά ο  Περβέζ, μπορούμε να μπούμε μέσα; Σας παρακαλώ
Οι  δυο σερβιτόροι  τους κοιτάξαν από  πάνω μέχρι κάτω  και ήρθαν σε  δύσκολη  θέση
Πώς έλεγες σε τρεις  βρώμικους μετανάστες με  ξεσκισμένα    ρούχα  ότι δεν  γινόταν να μπουν σε ένα μαγαζί που ευελπιστούσε να μετατραπεί  σε  κολλεκτιβα
-Δεν γίνεται να μπείτε  ρε  παιδιά. Καταλαβαίνεται  τον λόγο ε; τους είπε ο Φάντομ
-Είναι ανάγκη,σας παρακαλώ,   εκλιπαρούσε ο Περβέζ
-Ρε συ φίλε , είσαι όπως είμασταν εμείς  όταν δεν είχαμε δουλειά..., είπε ο Φίλης και  συνειδητοποιώντας  τι  ξεστόμισε σάστισε λίγο και κοίταξε τον Φάντομ
-Έτσι ήταν  οι δικοί μου και γω όταν πρωτοπατήσαμε το πόδι μας Ελλάδα , μονολόγησε ο Φάντομ και μετά τους ρώτησε, κλέψατε τίποτα  και σας  κυνηγάνε;
-Όχι, όχι, χαρτιά  δεν  έχουμε, απάντησε ο  Περβέζ
-Χαρτιά. καταλαβαίνω. Να μπεις εδώ δεν γίνεται  δηλαδή και να σε  βάλω  θα ναι σαν να παραδίνεσαι . Θα σε  δει κάνας  πελάτης και θα πάρει τηλέφωνο της  αστυνομία
Εκείνη την ώρα  ξεκίνησε πάλι να  ρίχνει "καρέκλες" ο ουρανός
-Τώρα μάλιστα, είπε ο Φίλης, και κυνηγημένοι και βρεγμένοι
-Ρε μαλάκα τι θα τους κάνουμε; 
-Μέσα  δεν γίνεται να μπούνε
-Εξω  δεν γίνεται να μείνουνε
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε  στην είσοδο ο  Γκάς
-Τι παίζει εδώ;  τους ρώτησε και μετά κοίταξε τους  3 μετανάστες
-Μας κυνηγά η  αστυνομία αφεντικό, είπε ο Περβέζ, όχι για κάτι κακό. Δεν πειράξαμε και δεν κλέψαμε. Απλά δεν έχουμε χαρτιά. Σας παρακαλώ. Να κρυφτούμε κάπου ως το πρωί θέλουμε
-Και ήρθατε εδώ; Για το ξεκάρφωμα  ε; ρώτησε ειρωνικά ο Γκας
-Τι θα κάνουμε Γκας;  ρώτησε  ο Φάντομ
-Ότι θα έκανε ο Λευτέρης. Ή θα τους έστελνε στο άδειο κτίριο, αυτό που θέλει ο Παυλάρας να το κάνει   πολιτιστικό κέντρο ή θα τους έδινε  καθαρά  ρούχα και θα τους έβαζε μέσα.
Μετά  τους κοίταξε και ρώτησε
-Από που  είστε;
-Εγώ Πακιστάν, τα παιδιά από  Ινδία και  Μπαγκλαντές
-Αλκοόλ πίνετε ή   λόγο θρησκείας δεν...;
-Μόνο εγώ  είμαι μουσουλμάνος αλλά  δεν πολυπιστεύω
Ο  Γκας  γύρισε στον Φίλη  και του είπε
-Πάνω στο γραφείο έχει κάτι   ρούχα, κοστουμάτα. Κατέβασε τα με τρόπο, πάντους στο πολιτιστικό, ντύσε τους  και φέρτους στο μπαρ να πιούνε τίποτα, μετά κοίταξε   τους μετανάστες, είστε  φαγωμένοι  ρε;
-Ναι μια χαρά, ευχαριστούμε
-Τι φάγατε;
-Ψωμί
-Καλά , πάντε με τον Φίλη  να ντυθείτε και θα  δούμε τι θα κάνουμε και με το φαί
Οι μετανάστες τραβήξαν για το παράπηγμα  και ο Γκας με τον Φάντομ κινήσαν προς τα μέσα  στο  μαγαζί
Ο Βλάχος  χόρευε  μερακλίδικα και όλοι τον καμαρώναν
-Λες να μπλέξουμε  Γκας;
-Γιατί;  Ξεμπλέξαμε και ποτέ;
-Αυτό να μου πεις
 Φτάσανε ως το μπαρ. 
Ο Γκάς έκατσε και χαιρέτησε την  Δήμητρα που  βρισκόταν από πίσω
-Καλησπέρα Δήμητρα. Είχαμε κάνα νέο απ τον Φάντομ; Έκανε καμιά  κουβέντα για γάμο; ρώτησε  πειράζοντας την ή μήπως  πείραζε τον Φάντομ που παρέμενε  δίπλα του και τον άκουγε
Η  κοπέλα  γέλασε
-Πρώτα λέει  θα γίνουμε  κολλεκτίβα και μετά θα  βάλουμε στεφάνι
-Στρίβεις δια του αρραβώνος  δηλαδή
-Ε ;  δεν το κόβεται λέω εγώ;  είπε ο Φάντομ  και έφυγε
-Που πας ρε; Σε πειράζουμε έλα πίσω, του φώναξε ο Γκας
-Έχω δουλειά, του απάντησε ο  Φάντομ που κατευθυνόταν προς τα  τραπέζια
Ο Γκας  γύρισε και κοίταξε την Δήμητρα
-Το δικό μου
Η κοπέλα  έβαλε σε ένα ποτήρι το  ποτό  που έπινε ο Γκας
-Εσύ  αγόρι μου;  τον ρώτησε  γελώντας πονηρά  και μετά κοίταξε   την Μίνα που τραγουδούσε, ρωτάς αν   θα παντρευτούν οι άλλοι  αλλά...
-Αλλά  "μπαρμπά Γιάννη  μπαρμπά Πέτρο  δεν θα πατρευτούμε και  φέτο"  , της απάντησε
-Αφού πάτε καλά, τι φοβάσαι;
-Εμένα Δήμητρα, εμένα


Το μπεργκεράδικο που χρησιμοποιούσε για βιτρίνα ο  Δαίδαλος είχε  κλείσει  εδώ και ώρα όμως   το φως στο γραφείο του  παρέμενε αναμμένο
Ο Δαίδαλος  άκουγε προσεκτικά τον συνομιλητή του
-Ο πελάτης μου πλήρωσε   το γραφείο καλά. Έχει  συμφωνία να παραδώσει την παρτίδα  ως το τέλος του μήνα. Πρέπει να  βρεθούν αυτοί οι τρεις εργάτες και να επιστρέψουν σ το εργοστάσιο στην Αλβανία. Για  αυτό ζητάω την βοήθεια  σου. Μπορείς να τους βρεις;
-Για να καταλάβω Σαλίμ , μου λες πως οι αλβανοί εργοστασιάρχες  προτιμούν εργάτες από  χώρες σαν το Μπαγκαντές  παρά  δικούς τους;
-Οι  Αλβανοί έχουν γίνει πολύ τεμπέληδες
-Έλα  τώρα. Μεταξύ  είμαστε. Άσε την προπαγάνδα
-Εντάξει, οι  ασιάτες μας  έρχονται πιο φθηνά και αφού υπάρχουν  γραφεία  και διακρατικές συμφωνίες   και είναι όλα νόμιμα γιατί να μην τους επιλέγουν οι πελάτες μου
-Και τι παρτίδα   έχει να παραδώσει ο  πελάτης σου στους Ιταλούς; ρώτησε ο Δαίδαλος
-Τίποτα το παράνομο αν αυτό υπονοείς. Χαρτί  υγείας  φτιάχνουνε. Το στέλνουνε  στην Ιταλία και από  κεί οι ιταλοί το εξάγουν ως ιταλικό
-Τίποτα το παράνομο ε;
-Ανήθικο ναι, παράνομο όμως όχι. Στο θέμα μας όμως. Μπορείς να με βοηθήσεις; 
-Πρέπει να χω κάτι στα χέρια μου
Ο  Σαλίμ  άνοιξε τον χαρτοφύλακα  του και έβγαλε  τρεις φωτογραφίες , μία του Περβέζ, μία  του  Αντνάν και μία του Ρατζίφ
-Θα  σου  στείλω τις φωτογραφίες και με   μήνυμα  στο  κινητό
-Θα το  ψάξω όμως δεν σου υπόσχομαι  τίποτα
-Αν τους βρεις  θα πληρωθείς καλά. Αν δεν τους  βρεις δεν έχει φράγκο, αυτή είναι η συμφωνία
-Έκλεισε
Δώσανε τα χέρια
ο Σαλίμ κοίταξε  τριγύρω και μονολόγησε
-Κανένα μπέργκερ  δεν μας κέρασες  όμως
-Τέτοια  ώρα που ήρθες    τι περίμενες;  1 η ώρα  έκλεισε   η  κουζίνα
-Πάμε  τουλάχιστον κάπου να πιούμε , τι λες;
Ο  Δαίδαλος  γέλασε και δείχνοντας προς  το μέρος του είπε
-Και  σου  χω το κατάλληλο μέρος

   Η σκηνή  γέμιζε καπνούς ενώ ο  Στέλιος με την κιθάρα , ο Σήφης με τις σλαπιές στο μπάσο και ο Σώτος ντύναν  τις πρώτες  συγχορδίες πάνω σε  φανκ  ρυθμό
Μέσα απ τους καπνούς εμφανιζόταν με της μεγαλοπρέπεια  του βασιλιά της πίστας ο Αθηνόδωρος
Ο κόσμος από κάτω  είχε  ήδη σηκωθεί απ τα καθίσματα του και χόρευε
Ο Αθηνόδωρος  έκανε  νόημα στην Ζέτα από κάτω  να ανέβει και αυτή  στην πίστα και η κοπέλα   πλησίαζε  δίπλα  του και ξεκινούσαν να τραγουδάνε

Δε σε κρίνω που δε μ’ αγαπάς

η καρδιά είναι δικιά σου

εγώ φεύγω απ’ τα όνειρά σου

και καλή τύχη όπου κι αν πας

Μίσος δε σου κρατώ

τη ζωή σου εσύ κυβερνάς

λάθος έκανα εγώ

στους παλμούς της δικής σου καρδιάς

Γι’ αυτό φεύγω απ’ τα όνειρά σου

και καλή τύχη όπου κι αν πας

Δε σε κρίνω που δε μ’ αγαπάς

η καρδιά είναι δική σου

εγώ φεύγω από τη ζωή σου

και καλή τύχη όπου κι αν πας

Μίσος δε σου κρατώ

τη ζωή σου εσύ κυβερνάς

λάθος έκανα εγώ

στους παλμούς της δικής σου καρδιάς

Γι’ αυτό φεύγω απ’ τα όνειρά σου

και καλή τύχη όπου κι αν πας

 Ο Περβέζ με τα δυο παιδιά  ντυμένοι πλέον  με μη  σκισμένα   ρούχα εισέρχονταν  στο μαγαζί και μέναν με το στόμα ανοικτό  βλέποντας  πελάτες και  γκαρσόνια να χαν  γίνει  ένα κουβάρι και να χορεύαν

Η Δήμητρα πίσω απ το μπαρ  έπαιρνε  μερικά  γεμάτα μπουκάλια από  βότκες και ουίσκι και τα πετούσε   έξω απ αυτό  στο πάτωμα   φωνάζοντας και τραγουδώντας 

Ο Γκας έτρεχε προς το μέρος της και της φώναζε

-Μη αυτά ρε, είναι  ακριβά

με την κοπέλα  να του απαντά

"τη ζωή σου εσύ κυβερνάς

λάθος έκανα εγώ

στους παλμούς της δικής σου καρδιάς"

Η     Μίνα  έσπευδε να τον μαζέψει χαμογελώντας του τρυφερά

-Ρε θα μπούμε μέσα, της έλεγε ο Γκας

-Ηρέμησε, του απαντούσε αυτή περνώντας τα χέρια της  γύρω απ τον λαιμό του και φιλώντας τον στο στόμα

Ο Περβέζ  κοιτούσε απορημένος  τον Αντνάν και τον Ρατζίφ

-Τι γίνεται εδώ;  ρώτησε ο Ρατζίφ

-Διασκεδάζουν. Έχουμε και μεις στο Πακιστάν τέτοια μαγαζιά αλλά  εδώ γίνεται χαμός

-Μόνο  εδώ,  του φώναξε ο Φίλης που  τους πλησίασε, Νικαράγουα   πουθένα σε όλη  την  χώρα δεν θα  βρεις

Ο Καστοριανός σε ένα   απομακρυσμένο τραπέζι   σηκωνόντανε όρθιος μαζί με μια νεαρή  κοπέλα που τον συνόδευε, έβγαζε  απ την ζώνη του σακακιού  του  ένα πιστόλι και ξεκινούσε να βαράει στον αέρα

Κανείς  εκτός απ τους μετανάστες  και τον Γκας δεν γύρισαν να κοιτάξουν φοβισμένοι, μιας και  είχαν συνηθίσει τον Καστοριανό να  ρίχνει στον αέρα όποτε μεράκλωνε

-Έλα , έλεγε η  Μίνα και τραβούσε ξανά  στα χείλη της τον Γκας

-Εγώ την οροφή δεν την ξαναπληρώνω να την φτιάξουμε . Δεν θα μπαλώνουμε  μέρα παρά μέρα τις τρύπες του Καστοριανού, άηντε

-Βρε  σταμάτα να είσαι τόσο σπαστικός

-Σπαστικός ε; Πλέον όποτε  βρέχει  θα   παίζεται μέσα  σε  λίμνη

Η  Μίνα  γέλασε και του κλείσε  το στόμα  με  ένα παρατεταμένο  γλωσόφιλο

-Το βράδυ θα κοιμηθούμε  σε μένα, του είπε  και  κίνησε προς την Δήμητρα στο μπαρ

Ο  Γκας  γύρισε και είδε τους μετανάστες   δίπλα στον Φίλη να κοιτάνε αποσβολωμένοι



Έξω απ το μαγαζί τριγυρνούσε έναν   ηλικιωμένος κύριος.

Φορούσε  απλά  ρούχα. Ένα  μέτριο σακάκι, ένα  επίσης μέτριο παντελόνι , ένα  πουκάμισο .

Τα πυκνά άσπρα μαλλιά  του  ήταν ανακατεμένα   απ τον αέρα  που  φυσούσε

Το κρύο τον έκανε να καμπουριάζει καθώς προσπαθούσε να κλείσει το  σακάκι του  που  του έλειπαν  μερικά κουμπιά


Η  Σούλα  είχε βγει έξω  να κάνει ένα  τσιγάρο  όταν τον είδε από μακριά να πλησιάζει  προς την είσοδο 

-Καλησπέρα, του είπε  φιλικά

-Καλησπέρα , ανταπέδωσε ο ευγενικός  ηλικιωμένος κυριούλης. Μπορείτε να πείτε  στην  Ιουλία  να  έρθει να με πάρει;

Καλοπιάστε την  γιατί θα μου φωνάζει πάλι, την στεναχώρησα μάλλον ξανά...αχ τι  να κάνω...δεν μπορούσε   εκεί...φυλακή σκέτη.

-Ηρεμήστε , ηρεμήστε 


Ο  Γκας  μαζί με τον Φίλη και τον Φάντομ  πήρα τους τρεις μετανάστες και πήγαν καθίσαν στο υπερυψωμένο που  συνήθιζε να κάθεται ο Λευτέρης 

Εκεί  είχε πιο πολύ  ησυχία

-Λοιπόν; τους ρώτησε ο  Γκας, θα πιείτε; να βάλω;

-Ξέρετε, πήγε να πει ο Περβέζ

-Ξέρεις, ξέρεις θα λες,  αφήστε τις ευγένειες  εδώ μέσα. Είστε  θρήσκοι;  Μήπως δεν πένεται αλκοόλ;

-Κάποτε ήμουν, απάντησε ο Περβέζ, για τα παιδιά δεν ξέρω. Δεν είναι μουσουλμάνοι

-Θα πιούμε κύριε, απάντησε ο Αντάν 

-Αφήστε  τα κύριε   , δεν είπαμε; αποκρίθηκε ο  Γκας καθώς τους  γέμιζε τα ποτήρια

-Με μέτρο,  τους συμβούλευσε ο  Φίλης, αν δεν είστε  συνηθισμένοι θα σας  χτυπήσει

-Για πείτε; ρώτησε ο  Γκας, πως  βρεθήκατε μετανάστες σε μια χώρα που  στέλνει μετανάστες σε όλη την Ευρώπη;

-Βάση διακρατικών συμφωνιών, απάντησε ο Περβέζ

-Δηλαδή;

-Δεν ξέρουμε πολλά, απάντησε ο Αντνάν, τα κράτη μας κλείσανε  συμφωνία με την Αλβανία. Οι αλβανοί  θέλανε  εργάτες για τα χωράφια και τα εργοστάσια  τους και μεις κάναμε αίτηση και μας πήρανε

-Για πόσο καιρό;

-8 μήνες

-Γιατί 8 μήνες; Μετά  τι;  Δεν έχει  δουλειά;

-Η δουλειά δεν τελειώνει , απλά τα συμφωνήσαν  έτσι μετά να  φεύγουμε εμείς πίσω και να έρχονται άλλοι συμπατριώτες μας

-Ομηρία, το λένε  αυτό, παρενέβη ο Φάντομ, για να μην αποκτάτε   δικαιώματα και για να  παρακαλάτε  να σας ξαναπάρουν

-Να πω την αλήθεια, είπε ο Περβέζ, εμείς  και όχι μόνο εμείς αλλά και μερικοί ακόμη  άνθρωποι   φτωχοί απ την Ασία  ήρθαμε στην Αλβανία με σκοπό να  περάσουμε   μόλις  βρούμε ευκαιρία  στην  Δυτική Ευρώπη

-Και  τι νομίζεται θα  βρείτε εκεί; τον ρώτησε ο Γκας

-Δουλειά  με περισσότερα  λεφτά από 50 cents που μας δίνουν στην Αλβανία

-Έχετε σκεφτεί πως όλα αυτά είναι μύθος; ρώτησε ο Γκας

-Στο Μπαγκλαντές, απάντησε ο Αντνάν, δεν έχουμε μέλλον. Ακόμη και μύθος να είναι αξίζει να το ρισκάρουμε και  να τον ακολουθήσουμε

-Καλά σου απάντησε  το παιδί, είπε ο Παυλάρας που εμφανίστηκε μπροστά  τους απ το πουθενά και χωρίς να του πουν τίποτα πήρε μια καρέκλα και κάθισε μαζί τους, και για πείτε παλικάρια  πως θα περάσετε  στην Δυτική  Ευρώπη; Έχετε κάποιο σχέδιο;

-Το σχέδιο που  είχαμε  πήγε  περίπατο, είπε ο Ρατζίφ,  δεν περιμέναμε να μας κηρύξουν καταζητούμενους  στην Ελλάδα

-Καλώς ήλθατε  στην κόλαση, απάντησε σοβαρεύοντας το ύφος του ο Παυλάρας, και τι σκέφτεστε να  κάνετε  τώρα;

-Τι σκέφτεσαι Περβέζ; ρώτησε ο Γκας τον πακιστανό ου καθόταν σκυφτός και  αμίλητος

-Δεν ξέρω. Είμαι σε αδιέξοδο

Ο  Γκας του πρόσφερε τσιγάρο. Άναψε ένα και για τον εαυτό του και  κάθισε και τον παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω....τον "μετρούσε"


Η Σούλα  έπιασε τον  ηλικιωμένο κυριούλη  που  πήγε να πέσει απ την εξάντληση

-Ελάτε , ελάτε , να καθίστε εδώ, του είπε και καθίσανε σε κάτι τούβλα  δίπλα σε ένα  βαρέλι στο προαύλιο

-Θα πεις  την Ιουλία;  Σε παρακαλώ. 

-Θα την πω. Ποια είναι η Ιουλία;

-Η κόρη μου.

-Τι έκανες;  Έφυγες απ το σπίτι;

Ο κυριούλης κούνησε το κεφάλι του

-Πως σε λένε;

Δεν θυμάμαι...δεν θυμάμαι

Η Σούλα  έβγαλε το κινητό της  και φωτογράφισε τον κυριούλη

Μετά έστειλε με μήνυμα  την φωτογραφία του στην Μίνα και την Δήμητρα  γράφοντας  τους

"τον έχω  έξω στην αυλή. μάλλον αμνησία, μπείτε  στο  ίντερνετ να δείτε αν τον ψάχνουν"

Ο ηλικιωμένος κοίταξε την Σούλα στα μάτια και ψιθύρισε

-Πονάς; 

-Άσε με εμένα  θείο.Με σένα  να  δούμε τι θα κάνουμε;

-Πονάς μια ζωή εσύ. Το λένε  τα μάτια  σου  

-Όποιος ξέρει από πόνο  το βλέπει  φαντάζομαι ε;

Ο κυριούλης έσκυψε και κούνησε το κεφάλι

-Δεν θυμάσαι το επίθετο σου; Που μένεις να  σε πάω;

-Δεν θυμάμαι. Πότε  θυμάμαι, πότε ξεχνάω



This post first appeared on Το τσικλίκι (Κάγκουρας), please read the originial post: here

Share the post

Νικαράγουα 8

×

Subscribe to Το τσικλίκι (Κάγκουρας)

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×