Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Η οικονομική κρίση μπορεί να ιδωθεί και ως ευκαιρία για την εθνική άμυνα


Παρακολουθώντας τις αμυντικές εξελίξεις μέσα από τον έντυπο και ηλεκτρονικό ειδικό τύπο πάνω από 25 χρόνια μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ως κράτος ποτέ δεν υπήρχε μια ολοκληρωμένη στρατηγική στον τομέα της εθνικής άμυνας και απλώς από καιρό σε καιρό τρέχαμε να κλείσουμε κενά με σπασμωδικές κινήσεις κάτω από την πίεση της δικής μας αδράνειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων στη γειτονιά μας.

Γράφει ο Αναστάσιος Παπανδρέου
Ναυπηγός Μηχ. Μηχανικός (Beng/ Msc University of Strathclyde)

Η εθνική άμυνα παρέμενε δέσμια της μικροπολιτικής όλων των κομμάτων, της ψηφοθηρίας, των αμυντικών αντιπροσώπων, των μιζών και της ευχαρίστησης των συμμάχων και όχι ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδίου και ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού στο σύνολό του: Αμυντικός σχεδιασμός – Εξοπλισμοί – Αμυντική βιομηχανία – Πανεπιστήμια – Ερευνητικά κέντρα – Έρευνα και τεχνολογία, όπως συμβαίνει σε κάθε σοβαρό κράτος που σέβεται την ιστορία του, την ανεξαρτησία του και τους πολίτες του.

Η σκληρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων και των γεωπολιτικών σχεδιασμών, ειδικά όταν η γεωπολιτική ατζέντα των «συμμάχων» σου η οποία ενίοτε μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον εχθρική σε συνάρτηση με τη γειτονιά μας που συμπεριλαμβάνει την επεκτατική Τουρκία και όχι μόνο, μας κρούει συχνά πυκνά καμπανάκια αλλαγής πλεύσης στον συγκεκριμένο τομέα.

Είναι το ίδιο όπως ο ανθρώπινος οργανισμός παρουσιάζει διάφορα συμπτώματα κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου ότι αν δεν σταματήσει κάποιος την ανθυγιεινή ζωή κάποια στιγμή μια σοβαρή και δύσκολα αναστρέψιμη αρρώστια θα του χτυπήσει την πόρτα. Ήδη στη νεότερη ιστορία μας έχει χτυπήσει το καμπανάκι το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο, το 1976 με το Χόρα, το 1987 με το Σισμίκ και το 1996 με τα Ίμια.

Με την κρίση των Ιμίων η Ελλάδα μπήκε σε μια περίοδο εξοπλισμών προκειμένου να «συμμαζέψει» τις ελλείψεις που προέκυψαν μετά από περίοδο στασιμότητας. Σήμερα διανύουμε τον όγδοο χρόνο μιας άλλου είδους κρίσης (οικονομική), η οποία φαίνεται ότι δε θα περάσει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα.

Η κρίση αυτή για άλλη μια φορά μέσα σε περίπου είκοσι χρόνια έχει φέρει τις ένοπλες δυνάμεις στα όρια τους μόνο που αυτή τη φορά το χάσμα με τους γείτονες μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο και αυτό γιατί η Τουρκία, εφαρμόζοντας συγκεκριμένη στρατηγική ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας, κατάφερε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα από αγοραστής όπλων να γίνει και προμηθευτής καλύπτοντας το 70% των αναγκών της.

Τις καλύπτει δε με αξιόλογα εγχώρια οπλικά συστήματα και με απώτερο σκοπό την πλήρη απεξάρτησή της μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ παράλληλα έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες πώλησης αμυντικών συστημάτων σε τρίτες χώρες φτάνοντας πέρυσι περί τα 2 δις δολάρια.

Επίσης, στοχευμένες προμήθειες συστημάτων υπερυψηλής τεχνολογίας όπως τα μαχητικά αεροσκάφη F-35, τα ρωσικής προέλευσης συστήματα αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής προστασίας S-400 Triumf, ιπτάμενα ραντάρ, κ.α., θα επιφέρουν όχι μόνο αριθμητική αλλά και συντριπτική ποιοτική υπεροχή.

Από το 1997 έως και το 2004 έγινε μια τεράστια επένδυση σε νέα σύγχρονα οπλικά συστήματα που πέρα από το μεγάλο πρόβλημα της υπερκοστολόγισης και των μιζών, δε μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η επιλογή των ίδιων των συστημάτων ζημίωσε επιχειρησιακά τις ΕΕΔ.

Εξάλλου, η διαφθορά και σε αυτό τον τομέα υπήρξε «εθνικό σπορ» των διαπλεκόμενων σε όλες τις μεγάλες προμήθειες του δημοσίου, τουλάχιστον από το 80’ κι έπειτα, είτε λέγονταν εξοπλισμοί είτε δημόσια έργα είτε υγεία. Εκείνο που θα μπορούσε να πει κανείς όμως είναι ότι είχε διαμορφωθεί η αίσθηση τη δεκαετία του 90’ ότι η Ελλάδα μπορούσε να προμηθευτεί τα πάντα χωρίς να υπολογίζεται το κόστος.

Η οικονομική κρίση ήρθε να μας προσγειώσει και να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε μια πετρελαιοπαραγωγός χώρα του Κόλπου, αλλά μια χώρα με μικρομεσαία οικονομία που πρέπει πάντα να κινούμαστε σε συγκεκριμένο πλαίσιο εκμεταλλευόμενοι όλες τις ευκαιρίες που εμφανίζονται προκριμένου να φτάνουμε στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Κάνοντας μια μικρή παρένθεση θα αναφέρω συνοπτικά ένα παράδειγμα που οι τελικές αποφάσεις μας κόστισαν και θα μας κοστίσουν πολύ παραπάνω και οικονομικά και επιχειρησιακά. Ίσως λοιπόν το πιο τρανταχτό παράδειγμα, είναι η αγορά του αιώνα για τον στρατό ξηράς, όπως ονομάστηκε, για την ανανέωση του αρματικού δυναμικού του Στρατού Ξηράς.

Οι ανάγκες όπως είχαν διαμορφωθεί τότε ήταν για 500 άρματα μάχης νέας γενιάς μαζί με τον αντίστοιχο αριθμό αρμάτων περισυλλογής και γεφυροφόρων, πυρομαχικών, εξομοιωτών και λοιπών υπηρεσιών. Μια τεράστια αγορά μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ. Λόγω κόστους αποφασίστηκε η αγορά να χωριστεί σε δύο φάσεις 250 +250 άρματα.

Μετά την «καλύτερη και τελική προσφορά» (BAFO: Best and Final Offer) το τελικό κόστος υπολογίστηκε για την πρώτη φάση στα 2,2 δις ευρώ για το επιλεγέν Leopard 26GR. Τελικά λόγω οικονομικών περιορισμών αποφασίστηκε η αγορά μόνο 170 νέων αρμάτων στο επίπεδο Α6 με περιορισμένο αριθμό αρμάτων περισυλλογής και γεφυροφόρων, χωρίς τα πυρομαχικά τους στο ποσό των 1,7 δις ευρώ!

Ενώ ταυτόχρονα αποκτήσαμε 183 Leopard 2A4 με κόστος 250.000 ευρώ / μονάδα και 150 Leopard 1A5 χωρίς κόστος μαζί με 30 γεφυροφόρα και περισυλλογής του ίδιου τύπου. (Αναλυτικό άρθρο του χρονικού της προμήθειας μπορεί κανείς να διαβάσει στην Π&Δ Ιανουάριου 2007. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν το εξής:

Α) Επιχειρησιακά

Δεν αποκτήθηκε ποτέ ο αριθμός αρμάτων που χρειαζόταν σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς της εποχής, ενώ περιορισμένες ποσότητες πυρομαχικών αποκτήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα πανάκριβα άρματα τελευταίας τεχνολογίας να είναι άχρηστα και οι μονάδες στις οποίες εντάχθηκαν να διαθέτουν ταυτόχρονα σε υπηρεσία παλαιότερους τύπους με ό,τι συνεπάγεται αυτό στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και στην εκπαίδευση του προσωπικού.

Επίσης, ενώ τότε υπήρχε η δυνατότητα να αγοράσουμε με πολύ μικρό κόστος επιπλέον Leopard A4 και να συμπληρωθεί ο αριθμός, δεν έγινε καμία κίνηση, με αποτέλεσμα τα διατιθέμενα Leopard 2A4 να καταλήξουν σε άλλες χώρες. Τέλος, εν έτη 2018, ο απαιτούμενος αριθμός αρμάτων με πυροβόλο 120 χιλ υπερβαίνει κατά πολύ τον αρχικό σχεδιασμό των 500 μονάδων του 1998.

Β) Οικονομικά

Καταρχάς, με ένα πρόχειρο υπολογισμό, ανά μονάδα κάθε άρμα μας κόστισε πολύ παραπάνω, συνολικά 10,6 εκατ. ευρώ χωρίς πυρομαχικά αντί για 8,9 εκατ. ευρώ του αρχικού σχεδιασμού. Αν βέβαια οι επιτελείς είχαν στο μυαλό τους τη μη απόκλιση από τον αρχικό σχεδιασμό με το ελάχιστο δυνατό κόστος και εφόσον υπήρχαν τότε οι συγκυρίες θα έπρεπε να αγοραστούν 500 Leopard A4 και να εκσυγχρονιστούν στο επίπεδο A6Gr με το μισό περίπου κόστος, πρόγραμμα που θα μας κόστιζε περί τα 2 δις ευρώ.

Με τις ανάγκες του σήμερα αλλά και τις μελλοντικές πρέπει να εκσυγχρονιστούν τα Leopard 2A6Gr με σύστημα αυτοπροστασίας, τα Leopard 2A4 στο επίπεδο των A6Gr και – θεωρητικά μιλώντας – να συμπληρωθεί ο αριθμός με 400 Μ1Α1 (άρματα κατώτερα των Leopard 2A6Gr) από τα αμερικάνικα αποθέματα (κόστους 2 δις δολάρια) τα οποία θα χρειαστούν επίσης πρόγραμμα αναβάθμισης.

Επομένως, θεωρητικά μιλώντας αναγκαστικά, το συνολικό κόστος για 800 νέας γενιάς άρματα με πυροβόλο των 120 χιλ θα μας κόστιζε περί τα 5-6 δις ευρώ όταν θα μπορούσαμε αυτό να το επιτύχουμε με τα μισά περίπου χρήματα δέκα χρόνια πριν. Επίσης, η είσοδος ενός νέου τύπου άρματος θα πρόσθετε επιπλέον κόστος σε βάθος χρόνου στους τομείς των ανταλλακτικών και της εκπαίδευσης.

Αντίστοιχες θα έλεγα ατυχείς αποφάσεις έγιναν και σε άλλα προγράμματα, νέο ΤΟΜΑ, εκσυγχρονισμός Mirage 2000, Α/Κ πυροβόλα, ελικόπτερα κ.α. Κλείνοντας την παραπάνω παρένθεση και συνεχίζοντας, παραθέτω συνοπτικά κάποιες σκέψεις όσων αφορά μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα θέσει στέρεες βάσεις για το μέλλον.

Αμυντικός σχεδιασμός: Καταρχάς πρέπει να εκπονηθεί μια σοβαρή μελέτη λαμβάνοντας υπόψη το δημογραφικό πρόβλημα, τις εξωτερικές απειλές του σήμερα και εκείνες που μπορεί να αναδυθούν στο μέλλον, τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της άμυνας, την δομή άλλων εξελιγμένων στρατιωτικά χωρών προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα κ.α.

Μόνον έτσι μπορούμε να αποφασίσουμε ορθολογικά τι δομή χρειαζόμαστε με ποια οπλικά συστήματα και σε τι αριθμό, ώστε η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας να είναι στο επιθυμητό επίπεδο. Κι όλα αυτά ασφαλώς να τα προσαρμόσουμε στις οικονομικές δυνατότητες της χώρας…

Εξοπλισμοί: Σήμερα η πλειονότητα των κύριων οπλικών συστημάτων και των τριών κλάδων σε υπηρεσία χρειάζεται είτε να περάσει από κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης/εκσυγχρονισμού είτε να αντικατασταθεί, έτσι ώστε οι ΕΕΔ να μπορούν να ανταποκριθούν με αξιώσεις στο σημερινό και το μελλοντικό πεδίο μάχης ενώ συγκεκριμένες δυνατότητες πρέπει να αποκτηθούν από συστήματα που δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο ελληνικό οπλοστάσιο.

Όσον αφορά την αντικατάσταση συστημάτων, πλην ορισμένων περιπτώσεων όπου χρειάζεται να αποκτηθούν νέας τεχνολογίας συστήματα, τα υπόλοιπα μπορούν να αντικατασταθούν από μεταχειρισμένα υψηλότερων δυνατοτήτων από φίλιες χώρες. Τα υπόλοιπα μπορούν να περάσουν από προγράμματα εκσυγχρονισμού με πακέτα ξένων εταιριών ή πακέτα που μπορεί να αναπτύξει η εγχώρια βιομηχανία.

Επίσης, πρέπει να επιδιώξουμε την μέγιστη μείωση πολυτυπίας και την μέγιστη τυποποίηση των συστημάτων αλλά και του κοινού εξοπλισμού των τριών κλάδων όπου αυτό είναι εφικτό.

Αμυντική βιομηχανία – Πανεπιστήμια – Ερευνητικά κέντρα – Έρευνα και τεχνολογία:

Α) Πρέπει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ αμυντικής βιομηχανίας, ΕΕΔ και υπουργείου και να δούμε τεχνολογικά τι είναι εφικτό να παράγουμε και τι θα θέλαμε να παράγουμε ως χώρα στο μέλλον.

Σε ποια διεθνή προγράμματα πρέπει να συμμετέχουμε και ποια τεχνολογία θέλουμε να μεταφερθεί σε μας από κάθε συμπαραγωγή. Ώστε να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις για την ανάπτυξη νέων συστημάτων και πακέτων εκσυγχρονισμού συλλογικά και μεμονωμένα.

Β) Να δημιουργηθεί ένα ινστιτούτο στρατιωτικής τεχνολογίας στα πρότυπα πχ. της KineticQ που θα ενσωματώσει τα αντίστοιχα των τριών κλάδων. Το ινστιτούτο να απορροφήσει επιπλέον επιστημονικό προσωπικό για επίτευξη του σκοπού του.

Εκτός της έρευνας πάνω σε συγκεκριμένους τομείς υψηλής τεχνολογίας, θα είναι υπεύθυνο για το συντονισμό όλης της προσπάθειας πάνω στην έρευνα μεταξύ Βιομηχανίας-Πανεπιστημίων και ινστιτούτου, ώστε να συμμετέχουν και τα πανεπιστήμια με πανεπιστημιακό και ερευνητικό προσωπικό.

Έτσι, διάφορες ειδικότητες επιστημόνων θα ενσωματωθούν στην έρευνα. Επίσης, διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού θα μπορούσαν να επιστρέψουν και να δουλέψουν και να παράγουν γνώση εφόσον τους δοθούν τα κατάλληλα εργασιακά και οικονομικά κίνητρα.

Δε είναι δυνατόν να τρέχουμε συνέχεια πίσω από τις εξελίξεις και κάθε φορά μετά από 10-15 χρόνια απραξίας να προσπαθούμε να χωρέσουμε όλες τις ανάγκες μας σε ένα πενταετές πρόγραμμα (ΕΜΠΑΕ). Πιστεύω ότι η παρούσα κρίση είναι η τελευταία ίσως μας ευκαιρία να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και λειτουργίας.

Να γίνει αφετηρία όπου μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος και αξιοποιώντας ευκαιρίες πλεονάζοντος υλικού και όλες τις δυνατότητες μας ως χώρα να εκσυγχρονίσουμε σταδιακά τις ΕΕΔ. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε στο μέλλον ως έθνος και να ευημερούμε, ας σοβαρευτούμε ως κράτος και ως λαός έστω και την ύστατη στιγμή.

Defence-Point


This post first appeared on Parakato.gr, please read the originial post: here

Share the post

Η οικονομική κρίση μπορεί να ιδωθεί και ως ευκαιρία για την εθνική άμυνα

×

Subscribe to Parakato.gr

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×