Get Even More Visitors To Your Blog, Upgrade To A Business Listing >>

Apple v. Pepper: Ληστεύοντας την αυτονομία των προγραμματιστών

Καταναλωτές και χρήστες συσκευών iOS, καταχωρούν στη βάση αντιμονοπωλιακών επιχειρημάτων, αγωγή κατά της Apple. Το App store, όπως τοις πάσι γνωστόν, ότι είναι ο μονόδρομος για την απόκτηση εφαρμογών σε κάθε apple συσκευή που τρέχει το iOS. Μόνο εξοικειωμένοι χρήστες και υπό προϋποθέσεις, και μέσω τεχνικών παρείσφρησης και πειρατείας (jailbreak), πιθανόν να μπορούν να απολαύσουν άλλα repositories και «καταστήματα» εφαρμογών. Η μηδαμινή πρακτικότητα τέτοιων εναλλακτικών, απλώς επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα ότι πράγματι το App Store είναι η μοναδική επιλογή για την προμήθεια εφαρμογών και ο λόγος δεν μπορεί να είναι άλλος από τις πολιτικές που η ίδια η εταιρεία επέλεξε -και όχι π.χ. από τις «ευγενείς» δυνάμεις της προσφοράς και ζήτησης.  Οι καταναλωτές ισχυρίζονταν το ότι είναι υποχρεωμένοι να προμηθεύονται τις εφαρμογές μόνο στο App Store, τους περιορίζει τα δικαιώματα να απολαμβάνουν χαμηλές τιμές και ότι οι πρακτικές της Apple είναι παράνομες και μονοπωλιακές

O κύκλος ζωής της υπόθεσης ξεκίνησε πριν από οχτώ χρόνια, το 2011. Από την πρώτη στιγμή η Apple επικαλούνταν το επιχείρημα ότι, οι αγοραστές εφαρμογών δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, καθ’ ολοκληρίαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνομολόγησε υπέρ της Apple, ενώ στη συνέχεια, εφετείο ανατρέπει την απόφαση για χάρη των εναγόντων, ωστόσο η Apple ζήτησε την παρέμβαση του Supreme Court. Στις 13 Μαΐου σε ενδιάμεση απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άμεση καταναλωτική σχέση μεταξύ Apple και αγοραστών εφαρμογών, και οπότε οι εναγόμενοι επιτρέπεται να κινήσουν αγωγή κατά της εταιρείας και υπέρ των δικών τους συμφερόντων.

Αναμφισβήτητα, ορθώς το Δικαστήριο επέλεξε να διακρίνει το καθαυτό επίδικο ερώτημα (δηλαδή, αν είναι, ή δεν είναι, μονοπωλιακές οι πρακτικές που διέπουν τη λειτουργία του App Store), και σε ένα αρχικό στάδιο επιλέγει να προδικάζει κατά πόσο μια συνδιαλλαγή για την ψηφιακή αγορά εφαρμογής τρίτου προγραμματιστή, προσδίδει στον καταναλωτή αγώγιμο δικαίωμα κατά της Apple. Το ερώτημα αν διέπεται από μονοπωλιακές πρακτικές το App Store για iOS συσκευές, θα παραμένει αναπάντητο, τουλάχιστον έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απάντηση. Τεχνολογικοί αρθρογράφοι περιέπεσαν σε μικρό ατόπημα, και στα διάφορα άρθρα βλέπουμε υπενθυμίσεις ότι η Apple παρακρατά το 30% των πωλήσεων αλλά και απαιτεί και ετήσια συνδρομή ύψους 99 δολαρίων. Πράγματι στις διατυπώσεις της απόφασης συγκαταλέγονται διάφορες πραγματικές περιστάσεις, όπως ότι η χαμηλότερη τιμή μιας εφαρμογής διαθέσιμης προς αγορά, είναι 0.99 δολάρια. Πρόκειται ωστόσο για δικονομική πρακτική, η εισαγωγή μιας υπόθεσης να περιλαμβάνει και τα σχετιζόμενα γεγονότα και τα καίρια σημεία που διακυβεύονται, και εκφεύγει κατά πολύ μιας κρίσης συνυφασμένης με την ύπαρξη ενός τιμοκαταλόγου.

Μια από τις κύριες συλλογιστικές που αντιπαρατέθηκαν, εδράζονταν στα δεσμευτικά συμπεράσματα της Illinois Brick Co. (1977)1. Στην Illinois Brick Co. (1977) κρίθηκε ότι στο πλαίσιο μιας εφοδιαστικής αλυσίδας παραγωγών (supply chain), διακινητών, μεταπωλητών κ.ο.κ., ο τελικός αγοραστής δεν μπορεί να εναγάγει τον αρχικό παραγωγό. Ο αγοραστής (εν προκειμένω,  η πολιτεία του Illinois), μήνυσε τον παραγωγό πολεοδομικών υλικών, καθώς ισχυρίζονταν ότι οι διάφοροι εμπλεκόμενοι – συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου παραγωγού – συμμετείχαν σε παίγνια για τη διατήρηση υψηλών τιμών.

Άλλες καθοριστικές περιστάσεις, είναι το υψηλό ρίσκο που απορροφά τώρα η Apple. Οι developers καθ’ όλην τη διάρκεια παραμονής τους στο App Store δεν μεταφέρουν κάποιο ενοχικό δικαίωμα των εφαρμογών τους. Εξακολουθούν να είναι οι ιδιοκτήτες των εφαρμογών τους, και κύριοι των τιμών διάθεση, προωθητικών ενεργειών και εξέλιξης του portfolio τους.

Πιθανώς το Δικαστήριο ήθελε να αποφύγει την εξάρτηση ενός δικονομικού κανόνα από την ακριβή υφή της οικονομικής συναλλαγής. Εάν η Apple πράγματι αγόραζε τις εφαρμογές από τους προγραμματιστές, και τις μεταπωλούσε η ίδια, τότε αναμφίβολα θα μπορούσε να εναχθεί, και εν προκειμένω στη βάση μονοπωλιακών πράξεων. Τη στιγμή όμως που η Apple δεν αγοράζει τις εφαρμογές, απλώς συλλέγει προμήθεια (και διευκολύνει γενικότερα τη συναλλαγή), κατά κάποιον τρόπο την απομονώνει και της προσφέρει ένα δικανικό άσυλο. Έτσι το Δικαστήριο αναλώθηκε στον ευαίσθητο συλλογισμό, κατά πόσο οι όροι μιας οικονομικής συμφωνίας μπορεί να καθορίζουν και τους διαδίκους ενώπιον των εδρών τους. Εξάλλου θα αποτελούσε ένα χάρτη για το πως κάποιος θα μπορούσε να αποφύγει την υπαγωγή της στις αντιμονοπωλιακές διατάξεις, απλά συντάσσοντας το «κατάλληλο συμβόλαιο».

Για να απαλλαχθούν από αυτές τις δαπάνες είτε θα προτιμήσουν μια υπαλληλική σχέση με την Apple, είτε θα tiw παραδώσουν όλα τα πνευματικά και βιομηχανικά δικαιώματα των εφαρμογών, καλλιτεχνών κτλ.

Ένας από τους δικαστές που διαφοροποίησε τη θέση του, ο Δικαστής Gorsuch, παρατηρεί ότι στην περίπτωση που καταναλωτής και προγραμματιστής έχουν δικαίωμα να την ενάγουν, τότε το δικαστήριο θα περιέλθει στην ανάγκη να κατακερματίσει καταλλήλως και ορθώς τη προμήθειας της Apple, διαφορετικά ελλοχεύουν κίνδυνοι για υπέρ του δέοντος αποζημιώσεις. Το πρωτότυπο λεκτικό που χρησιμοποιείται είναι το ακόλουθο: «[a]nd if the developers bring suit separately from the consumers, Apple might be at risk of duplicative damages awards totaling more than the full amount it collected in commissions. To avoid that possibility, it may turn out that the developers are necessary parties who will have to be joined in the plaintiffs’ lawsuit».

Με οξυδέρκεια προχωρά το συλλογισμό και διερωτάται, αν πράγματι οι εμπλεκόμενοι θα μπορούσαν να αποφύγουν κάθε φορμαλιστικό κριτήριο, απλά τροποποιώντας τη σύμβασή τους, τότε θα είναι σαν το Δικαστήριο να παροτρύνει (τους προγραμματιστές και την Apple) να επιλέξουν μια διαφορετική από τη θεμιτή στρατηγική τους. Εμπνέεται καθώς συνηγορεί υπέρ του και η υπόθεση Concentrated Phosphate Export Assn (1968)2, όπου ένα κριτήριο αντιμονοπωλιακού δικαίου θα πρέπει να αναζητά την «οικονομική πραγματικότητα» των σχετικών συναλλαγών και όχι «φορμαλιστικές ερμηνείες» του δικαίου των συμβάσεων.

Τα πρακτικά παραδείγματα που επιλέγει εκτός από νομικά σημεία, μαρτυρούν και οικονομικά μεγέθη. Συγκεκριμένα προτρέπει «[i]nstead of collecting payments for apps sold in the App Store and remitting the balance (less its commission) to developers, Apple can simply specify that consumers’ payments will flow the other way: directly to the developers, who will then remit commissions to Apple». Ευθύς εξαρχής πρέπει να αναρωτηθούμε αν πράγματι όλοι οι προγραμματιστές μπορούν να υποστηρίξουν μηχανογραφικά και λογιστικά την ανάγκη οι χρήστες να χρεώνονται απευθείας και αυτόματα από τους προγραμματιστές, και στη συνέχεια οι ίδιοι να αποδίδουν την προμήθεια στην Apple.

Η πλειονότητα των Δικαστών έκρινε ορθότερη μια συσταλτική ερμηνεία του Clayton Act. Εκεί ορίζεται ότι «any person who shall be injured in his business or property by reason of anything forbidden in the antitrust laws may sue» και ερμηνεύτηκε κατά έναν τρόπο όπου κάθε πρόσωπο που επισκέπτεται το App Store και βλάπτεται, είναι παράλογο να μην μπορεί να εγείρει αγωγή κατά της Apple. Είναι ωστόσο μια αεροστεγής δικανική κρίση;

Αν ο καταναλωτής μιας εφαρμογής έχει απευθείας εμπορική σχέση, τότε ο προγραμματιστής, ο πραγματικός δημιουργός, υποβιβάζεται σε ένα δευτερεύοντα ρόλο αλλά παρόλα αυτά θα είναι και πάλι υποχρεωμένος να προωθεί το έργο του, να το εξελίσσει αλλά και να ικανοποιεί εμάς τους αγοραστές που δώσαμε τα «ψιλά του πορτοφολιού μας».

Η προτεινόμενη εναλλακτική είναι να επιτρέπουμε στον παραγωγό να εναχθεί από διαφορετικούς διαδίκους για την ίδια συναλλαγή, στη βάση ότι οι απαιτήσεις τους είναι αρκετά διαφορετικές. Κατά την άποψη μου, θα πρέπει να συνηγορήσουμε με τη μειοψηφούσα άποψη και να καταλήξουμε ότι ένα τέτοιο κριτήριο δεν διασφαλίζει ότι σε κάθε περίπτωση θα συγκρατεί το σφάλμα της διπλής αποζημίωσης.

Ένα οικείο αντιπαράδειγμα, οι πρώτες περιστάσεις Spotify v. Apple3. Δια στόματος του ιδρυτή, αναγγέλθηκε στο blog της Spotify 4, ότι, και κατόπιν προσεχτικού συλλογισμού, καταχώρησαν παράπονο αθέμιτου ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) και όπως δήλωσε επίτροπος ανταγωνισμού «The Commission has received a complaint by Spotify, which we are assessing under our standard procedures». Η διαμάχη Spotify και Apple έχει κάποιες ομοιότητες και διαφορές. Επί τροχάδην, οι σχέσεις Apple & Spotify έχουν επέλθει σε ένταση με αφορμή την προμήθεια τάξεως 30%, καθώς η ίδια επιθυμούσε οι  χρήστες να χρησιμοποιούν τη ιστοσελίδα της για να ανανεώνουν την μηναία συνδρομή.

Τόσο στην αμερικάνικη περίπτωση, όσο και στην ένταση της ευρωπαϊκής εταιρείας Spotify η πεμπτουσία είναι ιδιαίτερα ευρύτερη και συναθροίζοντας περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσο η παραδοχή ότι το App Store λειτουργεί μονοπωλιακά, απαντά  συμβατά και στο αν οι τιμές ήταν τεχνικά υψηλές λόγω του μονοπωλίου. Η προβληματική περιπλέκεται, καθώς συνειδητοποιούμε ότι εξαρχής βασιστήκαμε στην ιδέα ότι οι τιμές είναι υψηλές.

Είναι πραγματικά η Apple ένα μονοπώλιο; Η απάντηση θα πρέπει πρώτα να ορίσει την έννοια της αγοράς. Το λογιστικό μέγεθος κάθε αγοράς δεν είναι μπορεί να είναι το μόνο αναγκαίο κριτήριο. Αν το iOS «από μόνο του» (as is) αποτελεί μια αγορά, τότε, ναι πράγματι η App store είναι μονοπώλιο. Θα πρέπει ωστόσο να ηθικολογήσουμε και για τα αίτια για τα οποία ορίζουμε την αγορά τόσο στενά και στα «ιδιωτικά σύνορα» μιας εταιρείας. Τι είναι αυτό που πραγματικά μας αποτρέπει από το να ορίσουμε την αγορά, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων και να καταλήξουμε στην πραγματική κοινωνία της πληροφορίας όπου «διαμένουν» όλοι οι τεχνολογικοί γίγαντες όπως η Google, Amazon, Xiaomi κ.ο.κ.. Γιατί να μην συμπεριλάβουμε και τους φορητούς ή παραδοσιακούς υπολογιστές; Εξάλλου πλέον λειτουργικά, τα οποία είναι ικανά να τρέχουν εφαρμογές τρίτων, μπορούν να τρέχουν και στις τηλεοράσεις, στα ρολόγια αλλά και στα αυτοκίνητά μας.

Το λογιστικό μέγεθος κάθε αγοράς δεν είναι μπορεί να είναι το μόνο αναγκαίο κριτήριο.

Αν επιμείνουμε με μια ιδιωτική ικανοποίηση του κριτηρίου, τότε δεν θα κληθούμε να κρίνουμε και τις ειδικές περιστάσεις κάθε ανταγωνιστή της Apple; Οι αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις των λειτουργικών Android όταν ο χρήστης προσπαθεί να εγκαταστήσει εφαρμογή από «τρίτη πηγή», δεν αποθαρρύνει το εν δυνάμει κοινό π.χ. του «fortnite»;5 Σε κάθε περίπτωση, εξίσου πραγματικότητα αποτελεί και το γεγονός ότι λίγο πολύ όλοι μας έχουμε την αντίληψη ότι πιθανώς ένα επαγγελματικό πρόγραμμα υπολογιστή είναι αναμενόμενο να κοστίζει μερικές εκατοντάδες ευρώ, ενώ για τα κινητά μας αναμένουμε οι εφαρμογές να είναι δωρεάν ή να κοστίζουν τα «ψιλά του πορτοφολιού μας».

Αναμφίβολα, στην τελική κρίση του Δικαστηρίου είναι αναμενόμενο ότι θα συμπεριληφθούν κατά καίριο τρόπο και πολλαπλές υποβολές ότι πράγματι, ως σύνολο, όλοι έχουμε επωφεληθεί από την ένταση ανταγωνισμού μεταξύ Apple, Google και των δεκάδων άλλων κατασκευαστών. Κατά την άποψή μου, ως προς τις μονοπωλιακές πρακτικές η Apple όντως ένα «big boy» των «τεχνολογικών γιγάντων», μπορεί να διεκδικήσει από μόνη της τα ιδιωτικά συμφέροντά της. Υπενθυμίζω ωστόσο ότι στο προδικαστικό αυτό στάδιο κρίθηκε ένα άλλο ερώτημα. Αν ο καταναλωτής μιας εφαρμογής έχει απευθείας εμπορική σχέση, τότε ο προγραμματιστής, ο πραγματικός δημιουργός, υποβιβάζεται σε ένα δευτερεύοντα ρόλο αλλά παρόλα αυτά θα είναι και πάλι υποχρεωμένος να προωθεί το έργο του, να το εξελίσσει αλλά και να ικανοποιεί εμάς τους αγοραστές που δώσαμε τα «ψιλά του πορτοφολιού μας».

Ένα κριτήριο αντιμονοπωλιακού δικαίου θα πρέπει να αναζητά την «οικονομική πραγματικότητα» των σχετικών συναλλαγών και όχι «φορμαλιστικές ερμηνείες» του δικαίου των συμβάσεων.

Η τιμολόγηση μιας χρεωστικής κάρτας, ή η τήρηση οργανωμένου ιστορικού συναλλαγών και η διατήρηση της λειτουργίας ενός αδιάβλητου, από hacking και κλοπές, πληροφοριακού συστήματος είναι μόνο δευτερευούσης σημασίας. Τουλάχιστον μπροστά στη δυνατότητα να έχουμε χάρτες όλου του κόσμου, να διασκεδάζουμε με συναρπαστικά παιχνίδια και να απολαμβάνουμε πολλαπλές μορφές τέχνης. Πιθανώς οι υπηρεσίες της Apple δικαιολογούν την προμήθειά της, αλλά η ίδια δεν λαμβάνει κάποιο ρίσκο. Το ρίσκο της τελείωσε τη στιγμή που πούλησε την εκάστοτε συσκευή. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο αγοραστής αναζήτησε, συνέκρινε και επέλεξε τις αγαπημένες του εφαρμογές. Το πραγματικό διακύβευμα είναι ότι οι προγραμματιστές για να διατηρήσουν τη νομική τους αυτονομία θα πρέπει να επωμιστούν το τεράστιο λογιστικό και μηχανογραφικό κόστος ενός νέου και ιδιαίτερου ψηφιακού …Λεβιάθαν.

Οι μειοψηφούντες δικαστές, Προέδρος Δικαστής Thomas, Δικαστής Alito και Gorsuch από κοινού διατυπώνουν και σε νομικούς όρους την πλάνη που υπέπεσαν οι πλειοψηφούντες δικαστές. Σε αυτούσια μεταγραφή, ειπώθηκε «consider two hypothetical scenarios that, it says, prove the point. The first is a “markup” scenario in which a monopolistic retailer buys a product from a manufacturer for $6 and then decides to sell the product to a consumer for $10, applying a supracompetitive $4 markup. The second is a “commission” scenario in which a manufacturer directs a monopolistic retailer to sell the manufacturer’s product to a consumer for $10 and the retailer keeps a supracompetitive 40% commission, sending $6 back to the manufacturer. The two scenarios are economically the same, the Court asserts, and forbidding recovery in the second for lack of proximate cause makes no sense» και στη συνέχεια ομολογούν ότι «αφέθηκε ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία εξέλιξης 40ετούς νομολογίας και να απαντηθούν δύσκολα ερωτήματα».

O κύκλος ζωής της υπόθεσης ξεκίνησε πριν από οχτώ χρόνια, το 2011. […] Το ερώτημα αν διέπεται από μονοπωλιακές πρακτικές το App Store για iOS συσκευές, θα παραμένει αναπάντητο, τουλάχιστον έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απάντηση.

Προσωπικά φοβάμαι ότι αυτή την ευκαιρία δεν θα την αντιληφθεί η ΕΕ, και μάλλον θα επικεντρωθεί σε μια προσπάθεια να περισώσει τα συμφέροντα της εταιρείας κράτους-μέλους (Spotify). Μάλλον δεν θα κατανοήσει ούτε την ευαισθησία του να μην είσαι «τεχνολογικός γίγαντας» και ενδεχομένως να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο για μια μικρή εταιρεία να χρεώσει και να τιμολογήσει 10.000 αγοραστές από 0.99 cent αλλά και να υπολογίσει και να αποδώσει την αντίστοιχη προμήθεια στον αντισυμβαλλόμενο (σε αντίθεση με την Spotify). Για να απαλλαχθούν από αυτές τις κοστοβόρες διαδικασίες είτε θα προτιμήσουν μια υπαλληλική σχέση είτε θα παραδώσουν όλα τα πνευματικά και βιομηχανικά δικαιώματα των εφαρμογών στην εκάστοτε Apple.

Εν έτει 2019, η «κοινωνία της πληροφορίας» έχει αποκτήσει τις δικές της εθιμοτυπίες, σαφώς επηρεασμένες από την παραδοσιακή καθημερινότητα. Στη «χώρα του Διαδικτύου» τα ψηφιακά marketplace δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από μια λαϊκή αγορά, από μια συνάθροιση νέων δημιουργών. Δίνοντας τόσο αυξημένες ευθύνες, όπως αυτές που εξυπακούονται από την ενδιάμεση απόφαση Apple κατά Pepper, σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον, τότε αργά ή γρήγορα θα αποκτήσουν και τις εξουσίες του απόλυτου άρχοντα..

Download: Syllabus Apple v. Pepper (2018) [No. 17–204], Certiorari to the United States Court of Appeals for the Ninth Circuit

The post Apple v. Pepper: Ληστεύοντας την αυτονομία των προγραμματιστών appeared first on Panayotis Yannakas' Blog.



This post first appeared on Panayotis Yannakas' Blog (Legal Researcher Cyprus), please read the originial post: here

Share the post

Apple v. Pepper: Ληστεύοντας την αυτονομία των προγραμματιστών

×

Subscribe to Panayotis Yannakas' Blog (legal Researcher Cyprus)

Get updates delivered right to your inbox!

Thank you for your subscription

×