Τύλιξε με,
παχύς της αράχνης ο ιστός.
Περιμένω το άπειρο,
ο καιρός είναι χαλεπός.
Χάσκουν εμπρός μου μαύρες τρύπες.
Με περιβάλλουν ακάνθινα στεφάνια.
Σκοτεινές κραυγές φωνάζουν τ' όνομα μου.
...Οι καβαλάρηδες πυροβολούν καθρέφτες.
Βρώμικος ο διάδρομος.
Φωνάζουν οι νοσοκόμες.
Λίγοι έμειναν νεκροθάφτες.
Στο πάτωμα, ρόμπες λευκές με κόκκινες στάμπες.
Είναι η σειρά μου...
Θα με δέσουν ξανά στο κίτρινο δωμάτιο.
Με πλησιάζει του τοίχου η επιγραφή.
Ουρλιάζει: «Είμαι του άπειρου η προσμονή».
Αλέξανδρος Β.
Related Articles
This post first appeared on Στιχοποιήματα και κείμενα (blogspot), please read the originial post: here